ἀπόγαιος

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόγαιος Medium diacritics: ἀπόγαιος Low diacritics: απόγαιος Capitals: ΑΠΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: apógaios Transliteration B: apogaios Transliteration C: apogaios Beta Code: a)po/gaios

English (LSJ)

v. ἀπόγειος.

German (Pape)

[Seite 298] (γῆ), vom Lande her kommend, ἄνεμος, Landwind, Strab.; Dio Chrys. II, 51; τὸ ἀπόγαιον, 1) ein Tau, das Schiff am Lande festzubinden, Pol. 33, 7. – 2) sc. διάστημα, die größte Erdferne der Planeten, Astron. – S. ἀπόγειος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγαιος: ἰδὲ ἀπόγειος.

Greek Monotonic

ἀπόγαιος: ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την ξηρά· ἀπόγειον ή ἀπόγαιον, τό, χοντρό σκοινί, παλαμάρι, μέσω του οποίου το πλοίο προσδένεται στην ξηρά, σε Λουκ.

Middle Liddell

[γῆ]
from land: ἀπόγειον or ἀπόγαιον, ου, τό, a morning cable, Luc.