ἀρκετός
English (LSJ)
ἀρκετή, ἀρκετόν, sufficient, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.3.113b, Ev.Matt.6.34, Herm. ap. Stob.1.49.44: c. inf., J.BJ3.6.3; of persons, satisfactory, ἀ. γενοῦ BGU33.5 (ii/iii A. D.); ἀρκετόν [ἐστι] it is enough, c. inf., AP9.749 (Oenom.). Adv. ἀρκετῶς Theol.Ar.38.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1suficiente, bastante, ἄρτος ... ἀρτυόμενος ... ἁλσὶν ἀρκετοῖς Chrysipp.Tyan. en Ath.1113b, πνεῦμα ἀρκετόν Corp.Herm.Fr.23.14, c. inf. ὡς οὔτε δέχεσθαι τοὺς πολεμίους ἀρκετὴν ἔχοι δύναμιν I.BI 3.130
•ἀρκετόν (ἐστι) es suficiente ἀρκετὸν οἴνῳ αἴθεσθαι κραδίην es suficiente inflamar el corazón de vino, AP 9.749 (Oenom.), c. dat. ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς bástele a cada día su propia maldad, Eu.Matt.6.34, c. εἰς y ac. ἀρκετὸν εἰς ὑπόμνησιν τῆς συνθέσεως A.D.Pron.100.2, ἀ. ... ἡ προκειμένη εἰς τὸ παραστῆσαι τὴν ὑπόλοιπον συνέμπτωσιν A.D.Synt.223.17.
2 de pers. autosuficiente, que se basta a sí mismo ἀ. γ[έ] νου sé autosuficiente e.d. trabaja, BGU 33.5 (II/III d.C.), ἀρκετοί ἐστε os bastáis, POxy.3407.24 (IV d.C.), cf. BGU 531.2.24 (II d.C.), c. part. pred. ἀ. γάρ ἐστιν Ἱερακίων προσκαρτερῶν PBremen 16.14 (II d.C.).
II adv. -ῶς suficientemente πανάρκεια ἀ. κεχορηγημένη Theol.Ar.38, αὐτὸ ἀ. ἐπέδειξεν Sch.Aristid.132.1.
German (Pape)
[Seite 353] hinreichend, Chrysipp. bei Ath. III, 113 b; oft N.T.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
suffisant.
Étymologie: ἀρκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκετός: достаточный Anth., NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκετός: -ή, -όν, ὡς νῦν, ἱκανός, Χρύσσιπ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 113Β, Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 34· ἰδίως, ἀρκετόν [ἐστι], ἀρκεῖ, μετ’ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 9. 749. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἐπιφάν, τ, 1, σ, 44Β, κτλ.
English (Strong)
from ἀρκέω; satisfactory: enough, suffice (-ient).
English (Thayer)
ἀρκετη, ἀρκετόν (ἀρκέω), sufficient: Isaiah, 'Let the present day's trouble suffice for a Prayer of Manasseh, and let him not rashly increase it by anticipating the cares of days to come'; (on the neuter cf. Winer's Grammar, § 58,5; Buttmann, 127 (111))); ἀρκετόν τῷ μαθητῇ (A. V. it is enough for the disciple i. e.) let him be content etc., followed by ἵνα, Chrysippus of Tyana quoted in Athen. 3,79, p. 113b.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀρκετός, -ή, -όν) αρκώ
ο επαρκής, ο ικανοποιητικός
νεοελλ.
(με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία»)
αρχ.
το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια.
Greek Monotonic
ἀρκετός: -ή, -όν, ικανός, επαρκής, ικανοποιητικός, σε Καινή Διαθήκη, Ανθ.
Middle Liddell
sufficient, NTest., Anth.
Chinese
原文音譯:¢rketÒj 阿而咳拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:足夠(的)
字義溯源:滿意的,足夠的,夠了;源自(ἀρκέω)*=避免,滿足)
出現次數:總共(3);太(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 已經夠了(1) 彼前4:3;
2) 夠了(1) 太10:25;
3) 足夠(1) 太6:34