ἀσφάδαστος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφάδαστος Medium diacritics: ἀσφάδαστος Low diacritics: ασφάδαστος Capitals: ΑΣΦΑΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asphádastos Transliteration B: asphadastos Transliteration C: asfadastos Beta Code: a)sfa/dastos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, without convulsion or struggle, especially in dying, A.Ag.1293, S.Aj.833 (fort. -ᾳστος).

German (Pape)

[Seite 381] nicht zuckend, Aesch. Ag. 1266; καὶ ταχὺ πέσημα, vom schnellen Tode, Soph. Ai. 820, Schol. ἀσκάριστον, σπασμὸν μὴ ἔχον.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφάδαστος: бестрепетный, не бьющийся в судорогах: ἀ. τὸ ὄμμα συμβαλεῖν Aesch. умереть без мучений; ἀσφαδάστῳ πηδήματι Soph. решительным движением, не дрогнув.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφάδαστος: [ᾰδ], ον, ἄνευ σπασμῶν ἢ ἀγωνίας, κυρίως ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293, Σοφ. Αἴ. 833. ― Ἐπίρρ. ἀσφαδάστως, ἄνευ σφαδασμοῦ· ― πρβλ. σφαδάζω.

Greek Monolingual

ἀσφάδαστος, -ον (Α) σφαδάζω
(κυρίως για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια αγωνία.

Greek Monotonic

ἀσφάδαστος: [ᾰδ], -ον (σφαδάζω), αυτός που δεν έχει σπασμούς ή αγωνία, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

σφαδάζω
without convulsion or struggle, of one dying, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

without a struggle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)