ἀτεράμων

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεράμων Medium diacritics: ἀτεράμων Low diacritics: ατεράμων Capitals: ΑΤΕΡΑΜΩΝ
Transliteration A: aterámōn Transliteration B: ateramōn Transliteration C: ateramon Beta Code: a)tera/mwn

English (LSJ)

[ᾰτ] [ρᾰ], ον, gen. ονος, Att. for ἀτέραμνος, hard, tough, Μαραθωνομάχαι Ar.Ach.181, cf. Pl.Lg.853d, 880e, Eub.1 D.; hard to cook, Thphr. HP 2.4.2, cf. 8.8.6, CP4.12.8.

Spanish (DGE)

-ον
I adj.
1 duro, resistente a la cocción σπέρματα Thphr.CP 4.12.1, cf. HP 8.8.6, Plu.2.700c.
2 fig. de pers. duro Μαραθωνομάχαι Ar.Ach.181, ἀνήρ Ar.V.730, cf. Pl.Lg.853d, 880e, Eub.22.2, Philostr.VA 3.20, Aristaenet.2.20.12, Meth.Symp.9.3 (p.117.9), καρδία Thdt.Qu.57 in 1Re.
II subst. τὸ ἀ. bot., lat. ateramum cierta hierba no identificada, Plin.HN 18.155.

German (Pape)

[Seite 385] ον, = ἀτέραμνος; so heißen die Acharner, Ar. Ach. 181; neben ἀτενής Vesp. 730. So B. A. p. 459, mit der Erkl. ἀκαταπόνητοι. Auch in Prosa, Plat. Legg. IX, 880 c. – B. A. p. 8 ἀτεράμνων· ἐπὶ τοῦ πάνυ σκληροῦ· τὰ γὰρ ῥᾳδίως ἑψόμενα τῶν ὀσπρίων τέρεμνα καλοῦσιν οἱ Ἀθηναῖοι. Ebenso p. 20.

Russian (Dvoretsky)

ἀτεράμων: 2, gen. ονος (ρᾰ) Arph., Plat., Plut. = ἀτέραμνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεράμων: [-ᾰμ-], ἀτέραμον, γεν. ονος, Ἀττ. ἀντὶ ἀτέραμνος, τραχύς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, Πλάτ. Νόμ. 853D, 880Ε· ἐπὶ ὀσπρίων, πρὸς τὰ ὄσπρια μὴ γίνεσθαι ἀτεράμονα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2, 4, 2.

Greek Monolingual

ἀτεράμων, -ον (Α)
1. τραχύς, σκληρός
2. (για όσπρια) κακόβραστος, δυσκολόβραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αττικός αρχαϊσμός, παράλληλος σημασιολογικά προς το ατέραμνος ].

Greek Monotonic

ἀτεράμων: [ᾰμ], -ον, Αττ. αντί ἀτέραμνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.