ἁλιρρόθιος

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιρρόθιος Medium diacritics: ἁλιρρόθιος Low diacritics: αλιρρόθιος Capitals: ΑΛΙΡΡΟΘΙΟΣ
Transliteration A: halirróthios Transliteration B: halirrothios Transliteration C: alirrothios Beta Code: a(lirro/qios

English (LSJ)

α, ον,
A sea-beaten, κόνις AP7.6 (Antip. Sid.); f.l. ib.624 (Diod., leg. ἁλὶ ῥοθίῃ).
II roaring, θάλασσα Orph.A.1296.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 contra el que resuena el mar κόνις AP 7.6 (Antip.Sid.), νηῦς AP 7.624 (Diod.).
2 de oleaje resonante θάλασσα Orph.A.1289, epít. de Posidón, Did.CP 5.20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 battu des flots;
2 qui bat de ses flots.
Étymologie: ἅλς¹, ῥόθος.

German (Pape)

α, ον, meerbrausend, κόνις, Sand am brausenden Meer, Antip.Sid. 68 (VII.6); ναῦς Diod. 16 (VII.624); aber Orph. H. 24.8 νύμφαι ἁλιρρόθιοι und Arg. 1298 ἁλιρρόθιος θάλασσα.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιρρόθιος: заливаемый шумящим морем (κόνις, ναῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιρρόθιος: ον καὶ α, ον, Ἀνθ Π. 76, 624. - ὁ ὑπὸ τοῦ «ῥόθου τῆς θαλάσσης κυκλούμενος ἢ προσβαλλόμενος, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, κόνις. νηῦς, Ἀνθ. ἔνθ. ἀνωτ. II ῥοχθῶν, θορυβῶν, θάλασσα, Ὀρφ. Ἀργ. 1296.

Greek Monolingual

ἁλιρρόθιος, -ία, -ιον (Α)
ο ἁλίρροθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ῥόθιος «ορμητικός, θορυβώδης»].

Greek Monotonic

ἁλιρρόθιος: -ον και -α, -ον (ἅλς, ῥόθος), αυτός που χτυπιέται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Middle Liddell

[ἅλς, ῥόθος
dashed over by the sea, Anth.