ἄτρυφος

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρῠφος Medium diacritics: ἄτρυφος Low diacritics: άτρυφος Capitals: ΑΤΡΥΦΟΣ
Transliteration A: átryphos Transliteration B: atryphos Transliteration C: atryfos Beta Code: a)/trufos

English (LSJ)

ἄτρυφον, = ἄθρυπτος, τυρός Alcm.34, cf. Hierocl.in CA17p.458M.

Spanish (DGE)

(ἄτρῠφος) -ον
1 no desmenuzado, sólido τυρός Alcm.56.6, cf. Hsch.
2 de pers. austero, de vida sencilla τοσοῦτον δὲ ἄτρυφος ἦν Socr.Sch.HE 7.37.5
subst. τὸ ἄ. austeridad τὸ ἄτρυφον ἐπιτηδεύει Hierocl.in CA 17.4.

German (Pape)

[Seite 389] = ἄθρυπτος, τυρός Alcm. bei Ath. XI, 499 a.

Greek Monolingual

ἄτρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θρυμματίζεται
2. ατρύφερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρυφή < (θ.) θρυφ- του θρύπτωθραύω, συντρίβω, εξασθενώ»), με ανομοίωση δασέων].