ἐκζέω

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκζέω Medium diacritics: ἐκζέω Low diacritics: εκζέω Capitals: ΕΚΖΕΩ
Transliteration A: ekzéō Transliteration B: ekzeō Transliteration C: ekzeo Beta Code: e)kze/w

English (LSJ)

A boil out or over: break out, in disease, Arist. Pr.861b10; ὅταν ἐκζέῃ τὸ αἷμα Ant. Lib. 19.2: metaph., ἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα A. Th. 709.
2 c. gen., ζῶσα εὐλέων ἐξέζεσε bred worms, Hdt. 4.205: c. dat., ἐκζεῖν φθειρσί D.L. 4.4: c. acc., σκώληκας LXX Ex.16.20; of a country, ἐ. μύας ib. 1 Ki.6.1.
3 ferment, Dsc.5.7.
II Pass., to be boiled to a decoction, Aret. CD2.5.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. pas. part. ἐκζεσθέν Aret.CD 2.5.2]
A intr.
I de dif. procesos, esp. biológicos
1 hervir, bullir τὸ δὴ θερμαινόμενον ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐκζεῖ ἐς τὰ ἄκρα de humores en el proceso de crecimiento de las plantas, Hp.Nat.Puer.4.22, cf. 26, ὁκόταν δὲ ὁ καρπὸς ἐκζέσῃ ... Hp.Nat.Puer.4.22
de pers. arder por la fiebre, Arist.Pr.861b10
de minerales ἡ γῆ τακεῖσα ... εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ἐξέζεσε la tierra se fundió y subió hirviendo a la superficie en un incendio, Str.3.2.9, del propio fuego πυρὸς αἰφνιδίως ἐκζέσαντος si el fuego se inflama súbitamente Heraclit.All.25
fig. ἡ κοιλία μου ἐξέζεσεν LXX Ib.30.27, ὅταν ἐκζέῃ τὸ τοῦ Διὸς ... αἷμα Ant.Lib.19.2.
2 fermentar ἄχρι ἂν ἐκζέσῃ (ὁ μελιτίτης οἶνος) Dsc.5.7.
II fig.
1 enfurecerse ἐξύβρισας ὡς ὕδωρ, μὴ ἐκζέσῃς LXX Ge.49.4, ἐξέζεσε καθ' ἡμῶν ἡ πόλις Gr.Naz.M.37.1074.
2 bullir de, estar lleno de, rebosar de c. gen. εὐλέων ἐξέζεσε de una mujer, Hdt.4.205, cf. Ael.Fr.247, ἑλκῶν Sud.s.u. ἕλκος, c. ac. de rel. (ὁ ἄρτος) ἐξέζεσεν σκώληκας LXX Ex.16.20, ἐξέζεσεν ἡ γῆ αὐτῶν μύας LXX 1Re.6.1, ὕβριν δ' ἐξέζεσεν ἰλύς Gr.Naz.M.37.532, c. dat. φθειρσὶν ἐκζέσαι D.L.4.4, cf. Ael.Fr.56e, f, NA 9.19.
3 agitarse c. compl. de direcc. πᾶσα ψυχὴ τῶν ζῴων τῶν ἐκζεόντων ἐπὶ πάντα LXX Ez.47.9.
B tr.
1 medic. hacer hervir completamente en decocciones ὑσσώπου δεσμίδιον Gal.14.441, cf. 560, πράσιον χλωρὸν μετὰ στακτῆς Hippiatr.Cant.57.4, en v. pas. μελίλωτον Aret.l.c., ἐρέβινθοι Paul.Aeg.3.54.2, θριδακίνη Alex.Trall.2.193.1, μαλάχη ἐκζεσθεῖσα ... βράγχον παύει Gp.12.12.1.
2 fig. enfurecer, irritar ἐξέζεσεν γὰρ (τὸν δαίμονα) Οἰδίπου κατεύγματα las imprecaciones de Edipo han hecho enfurecerse (a la divinidad) A.Th.709.

German (Pape)

[Seite 759] (s. ζέΕω), aufkochen, aufbrausen, s. ἐκζέννυμι; Her. ζῶσα εὐλέων ἐξέζεσε, sie ging lebendig in Würmer auf, wimmelte von Würmern, 4, 205; ἐξέζεσε ζῶν κακοῖς θηρίοις Ael. N. A. 9, 19; φθειρσί D. L. 4, 4; auch σκώληκας, LXX. – Übertr., ἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα Aesch. Spt. 691.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκζέσω;
1 tr. faire bouillonner (de passion, de colère, etc.) acc.;
2 intr. bouillonner ; fourmiller de, gén. ou dat..
Étymologie: ἐκ, ζέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκζέω:
1 досл. вскипать, перен. вспыхивать, разражаться (ὃσα τοῦ θέρους ἐκζεῖ, sc. πάθη Arst.): ἐξέζεσεν Οἰδίπου κατεύγματα Aesch. раздались проклятья Эдипа;
2 кишеть (εὐλέων Her.; φθειρσί Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκζέω: μέλλ. -ζέσω, ἐκβράζω, ἐμφανίζομαι, ἐπὶ νόσου, Ἀριστ. Προβλ. 1. 19· μεταφ., ἐξέζεσε γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 709. 2) μετὰ γεν., ζῶσα εὐλέων ἐξέζεσε, ἐπληρώθη σκωλήκων, «ἔβρασεν ἀπὸ σκουλήκια» καὶ κατεφαγώθη ὑπ’ αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 205· οὕτω μετὰ δοτ., ἐκζεῖν φθειρσὶ Διογ. Λ. 4. 4· μετ’ αἰτ., σκώληκας Ἑβδ. (Ἔξ. Ιϛʹ, 20)· πρβλ. ζέω Ι. 2, ἐξαναζέω. ΙΙ. Παθ., βράζομαι μέχρι τοῦ σχηματισμοῦ ἀφεψήματος, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5.

Greek Monolingual

ἐκζέω (AM)
βράζω
αρχ.
1. εξέρχομαι ορμητικά
2. εκδηλώνομαι απότομα, ξεσπώ
3. (ιδ. για σώμα) εμφανίζω κάτι σε όλη μου την επιφάνεια
4. ζυμώνομαι
5. παθ. ἐκζέομαι
βράζομαι ώσπου να σχηματιστεί ρόφημα.

Greek Monotonic

ἐκζέω: μέλ. -ζέσω·
1. βράζω ή φουσκώνω, ξεσπώ, εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, λέγεται για ασθένειες, σε Αισχύλ.
2. με γεν., εὐλέων ἐξέζεσε, «φούσκωσε», «έβραζε» από σκουλήκια, δηλ. εξέτρεφε σκουλήκια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -ζέσω
1. to boil out or over, break out, of curses, Aesch.
2. c. gen., εὐλέων ἐξέζεσε boiled over with worms, i. e. bred worms, Hdt.