ἑβδομαῖος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
α, ον,
A on the seventh day, ἱδρώς Hp.Aph.4.36; ἑβδομαῖος πυρετός = a fever recurring every seven days, Id.Epid.1.24: ἑ. τραγῳδοί Luc.Hist.Conscr.1: with a Verb, διεφθείροντο ἑβδομαῖοι Th.2.49, cf. X.HG5.3.19, Plu.Galb.7; ἑβδομαῖα ἡμέρα PSI6.690 (i/ii A.D.).
2 seven days old, τράγος Horap.1.48.
II ἑβδομαῖον, τό, monthly festival of Apollo, IG22.1357 (iv B.C.), cf. ἑβδομαγέτης: pl., Schwyzer 687 B4 (Chios, vii/vi B.C.), 726.6 (Milet., v B. C.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): dor. ἑβδεμαῖος IG 42.122.26 (Epidauro IV a.C.); tes. ἑτδομαῖος SEG 35.492 (Atrax III/II a.C.)
I 1que llega o se presenta al séptimo día ἱδρῶτες Hp.Aph.4.36, τραγῳδοί Luc.Hist.Cons.1
•epít. de Apolo Hebdomeo, e.e., nacido el séptimo día del mes SEG l.c.
•que aparece cada siete días, de la fiebre septana Hp.Epid.1.24
•en uso pred. al séptimo día διεφθείροντο ... ἑβδομαῖοι Th.2.49, cf. X.HG 5.3.19, ἀνηῦρε τὸμ παῖδα ἑβδεμαῖον IG l.c., ἧκεν ... ἐ. Plu.Galb.7, cf. Plb.10.9.7, Luc.Nau.7, Arr.An.1.7.5.
2 séptimo ἡμέρα PSI 690.12 (I/II d.C.), cf. Vett.Val.28.8, 11, ἑ. ἐκδίκησιν δώσει será el séptimo en vengarse Sm.Ge.4.24.
4 que tiene siete días τράγος Horap.1.48.
II neutr. sg. subst. τὸ ἑ. Hebdomeo sacrificio mensual celebrado el día séptimo de cada mes en honor a Apolo IG 22.1357b.8 (IV a.C.)
•tb. plu. τὰ Ἑ. Hebdomeos mismo sent. SEG 16.485.16 (Quíos VI a.C.)
•en Mileto fiesta anual de varios días tb. en honor a Apolo Milet 1(3).133.6, 21 (V a.C.).
German (Pape)
[Seite 699] am siebenten Tage, z. B. διεφθείροντο ἑβδομαῖοι Thuc. 2, 49; Xen. Hell. 5, 3, 19; – πυρετός, das am siebenten Tage wiederkehrt, Medic. ἑβδομάκις, siebenmal, Call. Del. 251.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui vient, se fait ou se produit le 7ᵉ jour.
Étymologie: ἑβδόμη.
Russian (Dvoretsky)
ἑβδομαῖος: происходящий или приходящийся на седьмой день Thuc., Arst.: ἑ. ἀφ᾽ οὗ ἔκαμεν ἐτελεύτησε Xen. он умер на седьмой день болезни; ἑ. ἧκεν Plut. он пришел на седьмой день.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομαῖος: -α, -ον, κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, ἱδρὼς Ἱππ. Ἀφ. 1250· ἑβδ. πυρετός, ἐπανερχόμενος κατὰ πᾶσαν ἑβδόμην ἡμέραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 961· - μετὰ ῥήματος, ἑβδομαῖοι διεφθείροντο Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19, κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἑβδομαῖος, -α, -ον)
1. αυτός που γίνεται την έβδομη μέρα
2. έβδομος
3. (για πυρετό) αυτός που επανέρχεται κάθε έβδομη μέρα
αρχ.
1. αυτός που έχει ηλικία επτά ημερών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑβδομαῖον
μηνιαία γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνος.
Greek Monotonic
ἑβδομαῖος: -α, -ον, αυτός που γίνεται την έβδομη μέρα, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ἑβδομαῖος, η, ον
on the seventh day, Thuc., Xen.
Lexicon Thucydideum
intra septem dies aliquid agens, doing something within seven days aut or patiens, enduring, patient, 2.49.6.