ὀνοστύππαξ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ακος, ὁ, donkey rope seller (cf. στύππαξ), Com.Adesp. 94.
German (Pape)
[Seite 350] ακος, ὁ, Hesych., ein Schimpfwort. S. στύππαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστύππαξ: ὁ, λέξις ὀνειδιστική, ὁ πωλῶν ὄνων σχοινία, (πρβλ. στύππαξ), Κωμ. Ἀνώνυμ. 165· ἴδε Meineke· ― ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστύππαξ· διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων· διὰ δὲ τοῦ στύππακος, ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν». ― ὁ Σουΐδ. διαιρεῖ τὴν λέξιν : «ὄνος στύππαξ. τὸ στύππαξ, ὅτι στυππειοπώλης».
Greek Monolingual
ὀνοστύππαξ, -ακος, ὁ (Α)
(με επιτιμητική σημ.)
1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ
διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων
διὰ δὲ τοῦ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής στουπιών
3. (κατά το λεξ. Σούδα, που διαιρεί τη λέξη) «ὄνος στύππαξ
τὸ στύππαξ ὅτι στυππειοπώλης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + στύππαξ «πωλητής σχοινιών»].