ὑποξύω

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποξύω Medium diacritics: ὑποξύω Low diacritics: υποξύω Capitals: ΥΠΟΞΥΩ
Transliteration A: hypoxýō Transliteration B: hypoxyō Transliteration C: ypoksyo Beta Code: u(pocu/w

English (LSJ)

[ῡ], scrape a little or below, λίθον, v.l. for ἀποξύω, Dsc.5.141; ποταμὸς πέζαν ὑποξύων νάπης AP9.669 (Marian.); cf. D.P.61,385.

German (Pape)

[Seite 1228] wie ὑποξέω, ein wenig od. leicht schaben, ritzen, leicht daran hinstreifen u. berühren; ποταμὸς πέζαν πολήων D. Per. 61; θῖνας 385; ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Marian. 3 (IX, 669).

French (Bailly abrégé)

1 racler légèrement;
2 fig. effleurer.
Étymologie: ὑπό, ξύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποξύω: досл. понемногу обтесывать, стирать, перен. подмывать (πέζαν νάπης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξύω: [ῡ], ξύω ὀλίγον ἢ κατ’ ὀλίγον, τοῦτον (δηλ. τὸν λίθον) ὑποξύσαντες Διοσκ. 5. 159· ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Ἀνθ. Π. 9. 669· πρβλ. Διον. Π. 61. 385.

Greek Monolingual

Α
ξύνω κάτι ελαφρώς ή το ξύνω από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ξύω «ξύνω, λειαίνω»].

Greek Monotonic

ὑποξύω: [ῡ], μέλ. -σω, ξύνω, αποξέω ελαφρά, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. σω
to scrape slightly, Anth.