ὑποτελέω

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτελέω Medium diacritics: ὑποτελέω Low diacritics: υποτελέω Capitals: ΥΠΟΤΕΛΕΩ
Transliteration A: hypoteléō Transliteration B: hypoteleō Transliteration C: ypoteleo Beta Code: u(potele/w

English (LSJ)

pay, discharge, of a tribute or tax, φόρον ὑ. Hdt.1.171, X.HG1.3.9, etc.; συντάξεις, συντάξεις καὶ φόρους, Isoc. 7.2, 12.116; τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν IG12.39.26: abs., pay tribute, Th.3.46, Luc.Anach.30, etc.: also ὑ. ἀξίην βασιλέϊ Hdt.4.201; ὑ. ἔρανον, δῶρα, D.10.40, Plu.2.830d; μίσθωμα IG12(7).55.15 (Amorgos); ὑ. τι discharge a duty, Luc.Rh.Pr.23:—Pass., ὁ -τελεσθησόμενος ὅρκος PLond.5.1708.260 (vi A. D.).

French (Bailly abrégé)

ὑποτελῶ :
1 s'acquitter d'une dette : φόρον τινί payer à qqn une contribution, un tribut, une redevance quelconque ; en gén. ὑπ. τι acquitter une dette;
2 supporter une dépense, en gén. acquitter les frais de, acc..
Étymologie: ὑποτελής.

German (Pape)

(τελέω), abzahlen; bes. einen Tribut, eine Abgabe entrichten, mit und ohne φόρον, Her. 1.171; ἀξίην βασιλέϊ, dem Könige eine Buße entrichten, 4.201; auch absolut, Thuc. 3.46; φόρον τινί, Pol. 22.7.8, 27.1, wie Luc. V.H. 1.20; δασμόν Tox. 55.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτελέω:
1 уплачивать, вносить (ἀξίην τινί Her.; συντάξεις καὶ φόρους Isocr.; ἔρανον Dem.; δῶρα καὶ φόρους Plut.);
2 уплачивать подать или дань Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτελέω: μέλλ. -έσω, πληρώνω, ἐπὶ φόρου ἢ δασμοῦ, φόρον ὑποστ. Ἡρόδ. 1. 171, Ξενοφ. Ἑλλην. 1. 3, 9, κλπ.· συντάξεις καὶ φόρους Ἰσοκρ. 140Β, 256Ε· καὶ ἀπολ., πληρώνω φόρον, Θουκ. 3. 46, Λουκ., κλπ.· ὡσαύτως, ὑπ. ἀξίην βασιλέϊ (ἴδε ἐν λέξ. ἀξία) Ἡρόδ. 4. 201· ὑπ. ἔρανον, δῶρα Δημ. 142, 1, Πλούτ., κλπ.· ὑποτ. τι, πληρώνω χρέος τι, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 23.

Greek Monotonic

ὑποτελέω: μέλ. -έσω, αποπληρώνω, εξοφλώ οφειλή, χρέος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., πληρώνω φόρο υποτέλειας, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. έσω
to pay off, discharge a payment, Hdt., Xen., etc.; absol. to pay tribute, Thuc.

Lexicon Thucydideum

pendere tributum, to pay tribute, 3.46.2.