ὑπτιασμός
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ὁ,
A laying oneself backwards, Luc.Salt.71, Philostr.Im.2.6 (pl.), Vett. Val.3.12.
2 lying supine, of bedridden people, Hp.Fract. 11.
II metaph., sluggish appetite, aversion from food, nausea, Gal.8.378, 13.140.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de se coucher sur le dos.
Étymologie: ὑπτιάζω.
German (Pape)
ὁ, das Zurückbeugen; – Abneigung, Widerwillen, Luc. salt. 71.
Russian (Dvoretsky)
ὑπτιασμός: ὁ откидывание (тела назад) Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτιασμός: ὁ, τὸ ὑπτιάζειν τὸ σῶμα ἐν τῇ ὀρχήσει, Λουκ. π. Ὀρχ. 71. 2) τὸ κεῖσθαι ὕπτιον, ἐπὶ τῶν ἕνεκα νόσου κατακειμένων ἐν κλίνῃ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 759. ΙΙ. μεταφορ., ἀποστροφή, ἀποποίησις τροφῆς, ναυτία, τάσις πρὸς ἔμετον, Γαλην.
Greek Monolingual
ο / ὑπτιασμός, ΝΜΑ ὑπτιάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπτιάζω
νεοελλ.
φυσιολ. κίνηση περιστροφής του πήχεως του χεριού με την οποία η παλάμη οδηγείται προς τα επάνω ή του άκρου ποδιού με την οποία το έσω χείλος του σηκώνεται προς τα επάνω
αρχ.
το να είναι κανείς κατάκοιτος για πολύ χρόνο, λόγω ασθένειας
2. μτφ. τάση για έμετο, ναυτία.
Greek Monotonic
ὑπτιασμός: ὁ, ύπτια θέση σώματος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὑπτιασμός, οῦ, ὁ, [from ὑπτιάζω
a laying oneself backwards, Luc.