ὕπερθε

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπερθε Medium diacritics: ὕπερθε Low diacritics: ύπερθε Capitals: ΥΠΕΡΘΕ
Transliteration A: hýperthe Transliteration B: hyperthe Transliteration C: yperthe Beta Code: u(/perqe

English (LSJ)

v. ὕπερθεν.

English (Slater)

ὕπερθε, (ν)
   a prep. c. gen., beyond, above ἐπεὶ δ' ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν (P. 4.192) τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (I. 4.61)
   b adv., above ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός (P. 2.48) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2. Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε (cf. fr. 51a. 3) (Pae. 12.11) met., δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων (P. 8.77)

German (Pape)

ὕπερθε und ὕπερθεν, adv., von oben her, oberhalb; Hom.; von den Göttern od. vom Himmel her, ὕπερθεν νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν, Il. 7.101, Od. 24.344; H.h. Cer. 13; gew. von den obern Gliedern, αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλήν, Il. 2.218; γυῖαδ' ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν, 5.122 und öfter; Ἀχαιοὶ λευκοὶ ὕπερθε γένοντο κονισάλῳ, 5.503; τάφρος καὶ τεῖχος ὕπερθεν εὐρύ, 12.4; οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν, 15.36; τὰ ὕπερθε πατρός, Pind. P. 2.48; ἐμβόλου ὕπερθεν, 4.192; ὕπερθεν εἶναι ἤ …, darüber sein, vorzüglicher sein, als, Eur. Med. 650; τὰ ὕπερθεν, Xen. Mem. 1.4.11; ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν, Aesch. Spt. 210; βωμοῦ, Ag. 224; τοτὲ πέρα, τοτὲ δ' ὕπερθεν, Soph. O.C. 1742; ὃς ὕπερθε μόχθων ἐγίνετο Eur. Bacch. 902, und öfter.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 d'en haut, càd du ciel, des dieux;
2 en haut, au-dessus ; fig. plus ; avec un gén. : au-dessus de : ὕπερθεν εἶναι ἤ EUR être au-dessus de, en mauv. part pire que.
Étymologie: ὑπέρ, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

ὕπερθε: (ν) adv.
1 наверху, вверху, сверху, Hom., HH, Pind.: λευκοὶ ὕπερθε γένοντο κονισάλῳ Hom. они побелели от покрывшей их пыли; τὸ ὕπερθεν τῆς γῆς Arst. поверхность земли;
2 свыше Hom.;
3 больше, сильнее: τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ᾽ ὕπερθεν Soph. тогда было тяжело, теперь же и того хуже; μόχθων οὐκ ἄλλος ὕπερθεν Eur. нет ужаснее страдания.
(ν) praep. cum gen.
1 поверх: ὕπερθεν βωμοῦ Aesch. на алтарь;
2 выше: ὕπερθεν μόχθων γενέσθαι Eur. выйти победителем из (досл. оказаться выше) испытаний.