arito

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Spanish > Greek

ἀάνθα, ἄρκαλα, ἄρτημα, ἀρτίαλα, αὐλίσκος, βοτρύδιον, ἐγκλαστρίδια, ἑλικτήρ, ἕλιξ, ἐλλόβιον, ἐνόπη, ἔνστροφος, ἐνώδιον, ἐνῴδιον, ἐνωτάριον, ἐνωτίδιον, ἐνώτιον, ἐξωβάδιον, ἕρμα, ἱπποκάμπιον, κόννος, κροτάλια, πινώτιον, πλάστρα, πλάστρον, σίγλος, σίκλος, σταλάγμιον, στροβίλιον, τροχίσκος, ὠκίς