ευθηνία
Greek Monolingual
και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία)
1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή
2. η ευτέλεια, η ποταπότητα
αρχ.-μσν.
1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ)
2. ευημερία, ευμάρεια
αρχ.
1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως»)
2. προμήθεια, εφοδιασμός
3. δωρεάν διανομή σταριού
4. φρ. α) «σώματος εὐθηνία» — καλὴ φυσική κατάσταση
β) «εὐθηνίας ἐπιμεληταί», «εὐθηνίας ἔπαρχοι» — άρχοντες αρμόδιοι να εποπτεύουν την κατάσταση τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ, παράλλ. τ. του ευθενώ].