ανήκω

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀνήκω) ήκω
1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου
2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι
3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω
αρχ.
1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω
2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω κάτι
3. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω ή στην αρχή.