απορία

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀπορία, Α κ. ἀπορίη) άπορος
1. έλλειψη διεξόδου, αμηχανία, αδιέξοδο
2. έλλειψη πόρων, πενία
3. δύσκολη θέση
μσν.- νεοελλ.
1. έκπληξη, ξάφνιασμα
2. δυστυχία
αρχ.
1. (για τόπο) δυσκολία διάβασης
2. (για πρόσωπα) δυσκολία επικοινωνίας ή προσπέλασης
3. (για αρρώστια) στενοχώρια, ανησυχία
4. (στη διαλεκτική) θέμα προς συζήτηση, δυσκολία, πρόβλημα.