ζεματίζω

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ζεματίζω: ζέω, βράζω, «ζεματῶ», Γεωπ. 129.

Greek Monolingual

και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω)
1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρόζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο»)
2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό
3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου»)
4. (μέσ.- παθ.) ζεματίζομαι
α) παθαίνω έγκαυμα
β) υφίσταμαι ψυχικό πόνο, στενοχωρούμαι
5. (αμτβ.) είμαι πολύ θερμός, καυτός
νεοελλ.
1. προξενώ σε κάποιον μεγάλη θλίψη («τον ζεμάτισε ο θάνατος του παιδιού του»)
2. υποβάλλω κάποιον σε υπερβολική δαπάνη («μέ ζεμάτισε η εφορία»)
3. φρ. «ζεματίζω στο ξύλο» — δέρνω κάποιον πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ζέμα < ζέω «βράζω»].