ζεματίζω
Greek (Liddell-Scott)
ζεματίζω: ζέω, βράζω, «ζεματῶ», Γεωπ. 129.
Greek Monolingual
και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω)
1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο»)
2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό
3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου»)
4. (μέσ.- παθ.) ζεματίζομαι
α) παθαίνω έγκαυμα
β) υφίσταμαι ψυχικό πόνο, στενοχωρούμαι
5. (αμτβ.) είμαι πολύ θερμός, καυτός
νεοελλ.
1. προξενώ σε κάποιον μεγάλη θλίψη («τον ζεμάτισε ο θάνατος του παιδιού του»)
2. υποβάλλω κάποιον σε υπερβολική δαπάνη («μέ ζεμάτισε η εφορία»)
3. φρ. «ζεματίζω στο ξύλο» — δέρνω κάποιον πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ζέμα < ζέω «βράζω»].