ἴφθιμος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον (v. infr.),

   A stout, strong, of bodily strength, ὤμοις ἰ. Il.18.204; κρατὶ ἐπ' ἰ. 3.336; ἰ. ποταμῶν 17.749; βοῶν ἴ. κάρηνα 23.260; of heroes, ἴ. ψυχαί, κεφαλαί, 1.3, 11.55; of Hades, Od. 10.534; also, of women, comely, stately, ἰ. βασίλεια 16.332; ἄλοχος Il.5.415, Theoc.17.128; παράκοιτις Od.23.92, etc.; θυγάτηρ 15.364; Πηρώ 11.287: later, generally, strong, powerful, ἰφθίμης φιλότητος D.P.655:—Hom. uses ἰφθίμη of women; but ἴφθιμοι ψυχαί, κεφαλαί, speaking of men. (No ϝ-; prob. not cogn. with ἴς, ἶφι.)

German (Pape)

[Seite 1275] (ἶφι – τιμάω? schlecht von θυμός abgeleitet), 3, auch 2 Endgn, durch seine Kraft in Ansehen stehend, gewaltig; ehrendes Beiwort der homerischen Helden, Il. 23, 511 Od. 4, 365 u. öfter; Hades, Od. 10, 534. 11, 47; neben μέγας u. ἀγαυός, Il. 4, 534; Λύκιοι, 12, 417; ἐν πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισιν ἀνάσσων Od. 19, 110; μάχεσθαι 16, 244; von einzelnen Theilen des Körpers, κρατὶ ἐπ' ἰφθίμῳ Il. 3, 336, ὦμοι 18, 204, ἰφθίμους κεφαλάς, 11, 55, wie ἴφθιμοι ψυχαί 1, 3, tapfere Seelen, d. i. Seelen der Tapferen; das fem. ἰφθίμη hat Hom. nur bei Frauen, ἄλοχος Il. 5, 415. 19, 116, vgl. Od. 10, 106. 11, 287. 16, 332, in allgemeiner ehrender Bdtg, wacker, tüchtig; βοῶν ἴφθιμα κάρηνα Il. 23, 260; von einem gewaltigen Strome 17, 749. – Sp. D., D. Per. 655 Qu. Sm. 13, 334. – Den superl. ἰφθιμότατος erwähnt Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἴφθῑμος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον· (ἶφι, ἴφιοςἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλέος, ἐπὶ σωματικῆς ῥώμης· ἑπομένως: ὤμοις ἴφθ. Ἰλ. Σ. 204· κρατὶ δ᾿ ἐπ᾿ ἰφθίμῳ κυνέην… ἔθηκεν Γ. 336· ἰφθίμων ποταμῶν... ῥέεθρα Ρ. 749· βοῶν ἰφθ. κάρηνα Σ. 23· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον ἡρώων, Γ. 336, Σ. 204, κτλ.· καὶ οὕτως, ἴφθ. ψυχαί, κεφαλαὶ Α. 3, Λ. 55· ἐπὶ τοῦ Ἅδου, Ὀδ. Κ. 534, Λ. 47: ― οὕτω καὶ ἐπὶ γυναικῶν, εὔρωστος, εὐπρεπής, οἵα πρέπει νὰ εἶναι ἡ γυνὴ ἥρωος (ὅρα Ὀδ. Κ. 105, 106)· ἰφθ. βασίλεια Π. 332· ἄλοχος, παράκοιτις Ἰλ. Ε. 415, Ὀδ. Ψ. 92, κτλ.· θυγάτηρ Ο. 364· ἰφθίμην Πηρὼ Λ. 287. ― Ὁσάκις ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ γυναικῶν, μεταχειρίζεται τὴν κατάληξιν τοῦ θηλ. ἰφθίμη· ἀλλὰ λέγει ἴφθιμοι ψυχαί, κεφαλαί, προκειμένου περὶ ἀνδρῶν.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
1 fort, robuste;
2 p. ext. généreux, courageux, vaillant.
Étymologie: ἶφι.

Greek Monolingual

ἴφθιμος, -ον, θηλ. και -η (Α)
1. (γενικά αλλά και κυρίως για ήρωες και για τον Άδη) δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος
2. (για γυναίκες) α) εύρωστη
β) ευπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η απουσία αρχικού F δεν επιτρέπει τη σύνδεση της λ. με τους τ. ἴς, ἴφι].