λίμνασμα
German (Pape)
Greek Monolingual
το (Μ λίμνασμα λιμνάζω
νεοελλ.
1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση
2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα της πεδιάδας»)
3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας
μσν.
καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη μερίδα («λιμνάσματα ευεργετημάτων», Κ. Μανασσ.).