πηδώ

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

πηδῶ, -άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α
1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι
β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.)
2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β. «πηδῶντος ἄρδην Ἕκτορος τάφρων ὕπερ», Σοφ.)
3. (για πράγματα) εκτινάσσομαι (α. «πήδηξε το μπαλάκι» β. «πάλος πήδησεν εὐχάλκου κράνους», Αισχύλ.)
4. αλλάζω απότομα αντικείμενο συζητήσεως, ομιλίας, σκέψεως (α. «πηδάει από το ένα θέμα στ' άλλο» β. «τὶ πηδᾷς ἄλλοτ' εἰς ἄλλους τρόπους», Ευρ.)
νεοελλ.
1. παραλείπω κατά την ανάγνωση ή κατά τη μελέτη
2. συνουσιάζομαι
4. (για ζώα) οχεύω
4. φρ. α) «πήδησα απ' τη χαρά μου» — χάρηκα πάρα πολύ
β) «πήδησα απ' τη θέση μου» — έδειξα μεγάλη έκπληξη ή φόβο
γ) «πήδησε πολλά παλούκια» — έχει ξεπεράσει πολλές δυσκολίες
αρχ.
1. (για την καρδιά) πάλλομαι από φόβο ή αγωνία
2. (για τον εγκέφαλο) έχω σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη βαθμίδα της ρίζας ped- «πόδι» του πούς (πρβλ. πηδόν) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. padyate «πέφτω», αγγλοσαξ. -fetan «πέφτω», αρχ. νορβ. feta «βρίσκω τον δρόμο», και πιθ. με το λιθουαν. pẽdinu «βαδίζω». Το όνομα του αλόγου του Αχιλλέα Πήδασος εντάσσεται πιθ. στην οικογένεια του πηδώ (πρβλ. Πήγασος), καθώς και το ανθρωπωνύμιο Πήδασος, εκτός αν πρόκειται για τ. του γλωσσικού υποστρώματος, όπως το τοπωνύμιο Πήδασα της Μικράς Ασίας].