πόα
English (LSJ)
ἡ, Ion. and Ep. ποίη, Dor. ποία Pi. (v. infr.), also in E.Cyc. 333 (trim.), Ar.Eq.606(troch.); Boeot. πύας, αο, ὁ, Schwyzer 485.1, al. (Thespiae, iii B.C.):—
A grass, νέμεαι τέρεν' ἄνθεα ποίης Od.9.449; κεκορηότε ποίης, of oxen, 18.372; ἐν ποίῃ ib.368; χθὼν . . φύεν νεοθηλέα π. Il.14.347; ἀμφὶ δὲ ποίη . . ἀέξετο Hes.Th.194, cf. Hdt.4.53, E. l.c., etc.; π. Μηδική, v. Μηδικός. 2 generally, herb, π. τὸ ἀπὸ ῥίζης φυλλοφόρον προϊὸν ἀστέλεχες Thphr.HP1.3.1; collect., herbaceous plants, τῆς π. τὸ ἡλιοτρόπιον ib.7.3.1; esp. of medicinal herbs, καλοῦσι πόαν ἔνια τῶν φαρμακωδῶν οἱ ῥιζοτόμοι ib.9.8.1; of φυλλώδεις δυνάμεις, ibid.; ποίαν τρίψας IG42(1).122.121 (Epid., iv B.C.); freq. in Hsch., s.v. ἀβρότονον, al. b lye, LXXJe.2.22, Mal.3.2. 3 plant in general, π. ἡ βοτάνη EM677.49,al.; π. Παρνασίς, i.e. the bay or laurel, Pi.P.8.20; στεφάνοισί νιν ποίας ἔρεπτον ib.4.240: hence, metaph., κεῖραι μελιαδέα ποίαν ib.9.37. 4 the grass, i.e. a grassy place, πόα καθίζεσθαι grass to sit on, Pl.Phdr.229b, cf. X.HG4.1.30, Plu.Ages.36; meadow, Schwyzer l.c. (pl.). II in later Poets, of Time, hay-harvest, i.e. summer, ἐπ' ἐννέα . . ποίας for nine summers, Call.Fr.182; χείματά τε ποίας τε δύω Rhian.54; ἢ τρεῖς ἢ πίσυρας ποίας AP7.731 (Leon.), cf. 627 (Diod.), 6.252 (Antiphil.): in this signf. ποιά (oxyt.) acc. to Sch.E.Tr.20, EM677.49. (Cf. Lith. pieva 'meadow'.)
German (Pape)
[Seite 642] ion. πόη u. π οίη, dor. ποία, vgl. Lob. Phryn. p. 496, – Gras, Kraut, bes. Futterkraut; Hom., der stets die Form ποίη braucht; übh. Gewächs, Pflanze, Plat. Phaedr. 229 b; ἀναφυομένης ἐκ γῆς πόας ἀφθόνου, Polit. 272 a; Folgde; auch Grasplatz, Wiese, χαμαὶ ἐν πόᾳ τινὶ κατακείμενοι, Xen. Hell. 4, 1, 30; Plut. Ages. 36. – Uebertr. sagt Pind. P. 9, 37 ἐκ λεχέων κεῖραι μελιηδέα ποίαν, vom ersten Liebesgenuß.
Greek (Liddell-Scott)
πόα: ἡ· Ἰων καὶ Ἐπικ. ποίη· Δωρ. ποία, Πίνδ., ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Εὐρ. ἐν Κύκλ. 333 (ἐν τριμέτρῳ), Ἀριστοφ. Ἱππ. 606 (ἐν τετραμέτρῳ)· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 496, καὶ ἴδε ῥόα· ― χλόη (ἢ πᾶσα βοτάνη ἀναδίδουσα φύλλα καὶ σπόρον ἐξ αὐτῆς τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1), χρησιμεύουσα ὡς τροφὴ κτηνῶν, νέμεαι τέρεν’ ἄνθεα ποίης Ὀδ. Ι. 449· κεκορηότε ποίης, ἐπὶ βοῶν, Σ. 371· ἐν ποίῃ αὐτόθι 368· χθών... φύεν νεοθηλέα π. Ἰλ. Ξ. 347· ἀμφὶ δὲ ποίη... ἀέξετο Ἡσ. Θ. 194· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· ποία Μηδική, Λατ. herba Medica, χόρτον χρήσιμον ὡς τροφὴ ὑγιεινὴ τῶν ζῴων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 4· ― καθόλου, ἐπὶ φυτῶν, οἷον ποία Παρνασσίς, δηλ. ἡ δάφνη, Πινδ. Π. 8. 28· στεφάνοισι ποίας ἐρέπτειν τινὰ αὐτόθι 4. 427. ― μεταφορ., κεῖραι μελιηδέα ποίαν ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 64, (ἀκριβῶς ὡς τὸ ἥβας καρπὸν ἀποδρέψαι, αὐτόθι 193). 2) χλόη, χλοερὸς τόπος, πρασινάδα, ἐκεῖ σκιά τ’ ἐστι καὶ πνεῦμα μέτριον καὶ πόα καθίζεσθαι ἢ ἂν βουλώμεθα κατακλιθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 229Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30, Πλουτ. Ἀγησ. 36. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ἐπὶ χρόνου, τέσσαρας πόας, δηλ. τέσσαρα θέρη, Ἀνθ. Π. 7. 731· ἐπ’ ἐννέα... ποίας, ἐπὶ ἐννέα ἐνιαυτούς, Καλλ. Ἀποσπ. 182· χείματά τε ποίας τε δύω Ριαν. παρὰ Παυσ. 4. 17, 6· ἢ τρεῖς ἢ πίσυρας ποίας Ἀνθ. Π. 7. 731, πρβλ. 627., 6. 252· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας συχνάκις φέρεται ποιὰ (ὀξυτ.)· ἴδε Σχόλ. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 20, Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
herbe, gazon pour la nourriture des bestiaux ; particul. tapis de gazon.
Étymologie: R. Πο, paître ; cf. lat. pasco, pabulum, etc.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, επικ. τ. ποίη, δωρ. τ. ποία, βοιωτ. τ. πύας, -αο, Α
1. φυτό του οποίου οι βλαστοί δεν έχουν υποστεί δευτερογενή κατά πάχος αύξηση και αποξύλωση, είναι δηλαδή μαλακοί και πράσινοι και πεθαίνουν κάθε χρόνο
2. κάθε είδους χόρτο, πρασινάδα («ἡ γῆ δ' ἀνάγκῃ τίκτουσα ποίαν», Ευρ.)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ποώδη, οικογένεια αγρωστώδη
αρχ.
1. φαρμακευτικό φυτό («καλοῡσι πόαν ἔνια τῶν φαρμακωδῶν οἱ ῥιζοτόμοι», Θεόφρ.)
2. στρώμα χλόης, τόπος χλοερός («ἔνθα δὴ Ἀγησίλαος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν τριάκοντα χαμαὶ ἐν πόᾳ τινὶ κατακείμενοι ἀνέμενον», Πλούτ.)
3. χόρτο για ζωοτροφή
4. μτφ. α) καλοκαίρι
β) χρόνος, έτος («ἐπ' ἐννέα ποίας», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόα (< ποιFā) συνδέεται με το λιθουαν. pieva «λιβάδι». Η σύνδεση της λ. με τα πῖαρ και ποιμήν δεν θεωρείται πιθανή].