συνάρθρωση
Greek Monolingual
η / συνάρθρωσις, -ώσεως, ΝΑ [[συναρθρῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. η αρμονική σύνδεση τών επιμέρους τμημάτων ενός αντικειμένου σε ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση, συναρμογή
2. ανατ. γενική ονομασία τών αρθρώσεων μέσα στις οποίες δεν υπάρχει υγρό και που δεν έχουν κινητικότητα, όπως είναι οι ραφές τών οστών του κρανίου
3. φρ. α) «ινώδεις συναρθρώσεις»
ανατ. οι ραφές και οι γομφώσεις, δηλαδή οι συναρθρώσεις τών οποίων τα αρθρούμενα μέρη συνδέονται με λευκές ίνες συνδετικού ιστού που περνούν από το ένα μέρος στο άλλο
β) «ινοχόνδρινες συναρθρώσεις»
ανατ. εύκαμπτες αρθρώσεις στις οποίες το σώμα ενός οστού συνδέεται με το σώμα ενός άλλου οστού με την παρεμβολή μιας μεμβράνης ή ενός δίσκου από ινώδη ιστό, όπως είναι λ.χ. η ηβική σύμφυση και οι αρθρώσεις τών σπονδύλων της σπονδυλικής στήλης, αλλ. συμφύσεις
γ) «χόνδρινες συναρθρώσεις»
ανατ. πρόσκαιρες συναρθρώσεις που είναι στην πραγματικότητα μη οστεοποιημένες μάζες ανάμεσα σε οστά ή σε τμήματα οστών οι οποίες διέρχονται ένα χόνδρινο στάδιο ωσότου οστεοποιηθούν πλήρως και εξαφανιστούν μετά το 25ο έτος της ηλικίας
αρχ.
1. ένωση μελών ή οστών με άρθρωση, ιδίως άρθρωση οστών με μικρή κίνηση
2. συναρμογή τών μελών ενός οργανισμού.