συμπαραλαμβάνω

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A take along with one, take in as an adjunct or assistant, κοινωνόν τι σ. Pl.Phd.65b, cf. 84d, La.179e, Act.Ap.15.37; τινὰ ἑαυτῷ BGU226.12 (i A.D.); σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν include in their account, Arist.EN1098b26; τὰς τῶν προτέρων δόξας Id. de An.403b22; τὰ ὁμολογούμενα Thphr.CP5.3.7; σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας adopt as partisans, Arist.Pol.1304a16; call in for advice, φίλους Phld.Oec. p.72J.; in receipts, aor. συνπαρέλαβα received also by me, PRyl.189.8 (ii A.D.):—Pass., to be invited, Anticl. ap. Ath.4.157f, Ph.1.328, J.AJ15.2.7; σ. ἐπὶ τὰ πράγματα to be called into counsel, D.H.7.55; to be incidentally involved, Phld.Lib.p.29O.; to be called in to help, Sor.2.15.

German (Pape)

[Seite 984] (s. λαμβάνω), mit dazu an- od. aufnehmen, Plat. Phaed. 65 a Lach. 179 e u. Sp., wie Pol. 2, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, λαμβάνω ὡς μέτοχον ἢ βοηθόν, προσλαμβάνω, περιλαμβάνω, κοινωνόν τι σ. Πλάτ. Φαίδων 65Α, πρβλ. 84D, Λάχ. 179Ε· σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν, περιλαμβάνω εἰς τὸν ὑπολογισμόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8. 6· τὰς τῶν προτέρων δόξας ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 1. σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας, περιλαμβάνω εἰς τοὺς ἔχοντας δικαίωμα ἐκλογῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 4, 7. ― Παθ., προσκαλοῦμαι, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 157F· σ. ἐπὶ τὰ πράγματα, καλοῦμαι νὰ δώσω γνώμην, Διον. Ἁλ. 7. 55.

French (Bailly abrégé)

recevoir ou prendre en outre ensemble.
Étymologie: σύν, παραλαμβάνω.

English (Strong)

from σύν and παραλαμβάνω; to take along in company: take with.

English (Thayer)

(T WH συνπαραλαμβάνω (cf. σύν, II. at the end)); 2nd aorist συμπαρελαβον; to take along together with (Plato, Aristotle, Plutarch, others); in the N. T. to take with one as a companion: τινα, Galatians 2:1.

Greek Monolingual

Α παραλαμβάνω
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό
2. λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω
3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.)
4. παθ. συμπαραλαμβάνομαι
α) προσκαλούμαι κάπου
β) (ειδικά) προσκαλούμαι κάπου προκειμένου να πω τη γνώμη μου σχετικά με ένα σοβαρό ζήτημα
γ) καλούμαι για βοήθεια
δ) εμπλέκομαι τυχαία σε κάτι.

Greek Monolingual

Α παραλαμβάνω
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό
2. λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω
3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.)
4. παθ. συμπαραλαμβάνομαι
α) προσκαλούμαι κάπου
β) (ειδικά) προσκαλούμαι κάπου προκειμένου να πω τη γνώμη μου σχετικά με ένα σοβαρό ζήτημα
γ) καλούμαι για βοήθεια
δ) εμπλέκομαι τυχαία σε κάτι.