φάσκο

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / φάσκον, ΝΜΑ
νεοελλ.
κοινή ονομασία βρύου τών δένδρων
αρχ.
είδος λειχήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που δηλώνει αφ' ενός το φυτό ελελίσφακος, τη φασκομηλιά, και αφ' ετέρου ένα είδος λειχήνα, ο οποίος φύεται στις δρυς, δύο φυτά που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την ευχάριστη μυρωδιά. Η λ. απαντά με μεγάλη ποικιλία μορφών (πρβλ. φάσκον, φάσκος, σφάκος, σκάφος, σκαφίς, σφάγνον), από τις οποίες αρχική πρέπει να θεωρηθεί η γρφ. σφάκος, που απαντά και στην Μυκηναϊκή στον τ. pakowe. Από τον τ. σφάκος προήλθαν με μετάθεση τών συμφώνων, λόγω της χρήσης της λ. στην καθημερινή γλώσσα, οι τ. φάσκος (πρβλ. νεοελλ. φάσκελο < σφάκελος [II]) και σκάφος. Αυτή η μετάθεση είχε συντελεστεί ήδη από την εποχή του Πλουτάρχου και έτσι στη βυζαντινή εποχή απαντά ο τ. φασκομηλία (πρβλ. και τα νεοελλ. φασκό-μηλο, ελελί-φασκος). Τέλος, οι συνδέσεις της λ. με τ. όπως: γερμ. barsch «αιχμηρός», αρχ. ινδ. barr «κορυφή», λατ. bastigium «κορυφή» ή με τους ελλ. τ. φάρσος «κομμάτι» και φορκόν
λευκόν, πολιόν, ῥυσόν δεν θεωρούνται πιθανές].