αλέξω

Revision as of 10:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α)
Ι ενεργ.
1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ
2. βοηθώ, υπερασπίζω
3. προσφέρω βοήθεια
ΙΙ μέσ.
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι
2. ανταμείβω, ανταποδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη ρίζα ἀλεκ-σ- (< ΙΕ 2l-ek-
το -σ- πιθ. εφετικό), η οποία είναι συγγενής με τη μονοσύλλαβη ρίζα ἀλκ- (< ΙΕ 2el-ek-·), βλ. ἄλαλκε. Το ρήμα ἀλέξω είναι συγγενές με το σανσκρ. raksati «προστατεύω, υπερασπίζω». Αντίθετα δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι η μονοσύλλαβη ρίζα ἀλκ- απαντά και σε άλλη γλώσσα
πιθ. να έχει κάποια σχέση με το αγγλοσαξον. ealgian «προστατεύω, υπερασπίζω». Σε αρκετά παράγωγα του ρ. ἀλέξω (πρβλ. ἀλέξησις, ἀλέξημα, ἀλεξητήρ) απαντά επαυξημένη μορφή της δισύλλαβης ρηματικής ρίζας. Εξάλλου το ρ. εν συνθέσει απαντά ως ἀλεξι-, ακολουθώντας την κατηγορία τών αρχαίων ρηματικών α' συνθετικών σε -(σ)ι-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήρ, ἀλεξήτωρ, ἀλέξιμον, ἄλεξις.
ΣΥΝΘ. Βλ. ἀλεξι-].