συνομολογέω

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A say the same thing with, agree with, σφι Hdt.2.55, cf. X.Oec.1.13,21.2, etc.; confess the whole, concede, αὐτὰ ταῦτα Th.1.133; freq. of disputants, concede, agree upon, ὅσα ἂν συνομολογῶμεν X.Smp.4.56, cf. Pl.R.342d, Grg.504b, etc.: c. acc. et inf., περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα εἶναι ταῦτα καλά Id.Lg.859d, cf. Phd.91d:— Med., Id.Euthd.280b, Lg.660d:—Pass., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται X. HG7.1.2; οὔκουν καὶ τόδε συνομολογοῖτο; Pl.Phlb.60b; συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται ib.41d; τοῦτο ἡμῖν . . μενέτω συνομολογηθέν Id.Sph. 248a, cf. Plt.284c; τὸ -ούμενον, opp. τὰ ἀμφισβητούμενα, Isoc.2.52; ἔστω συνωμολογημένον ἡμῖν Arist.Pol.1323b23.    2 Med., correlate, ἅμα ταῦτα πρὸς ἄλληλα -ήσασθαι χαλεπόν Hp.Epid.6.8.26.    II agree to do, promise, ταῦτα X.An.4.2.19, etc.: c. inf. fut., Id.Cyr.3.1.10.    III come to terms, make a covenant, ib.5.3.15, etc.:—Med., Pl.Ep.356b.

Greek (Liddell-Scott)

συνομολογέω: λέγω τὰ αὐτά, συμφωνῶ μετά τινος, σύμφημι, τινι Ἡρόδ. 2. 25, Ξεν., κλπ.· ― ὁμολογῶ ὁμοῦ, ὁμολογῶ τὸ πᾶν, παραδέχομαι, αὐτὰ ταῦτα Θουκ. 1. 133· ― συχν. ἐπὶ συζητούντων, παραχωρῶ τι, λαμβάνω τι ὡς δεδομένον, συμφωνῶ περί τινος, ὅσα ἂν συνομολογῶμεν Ξεν. Συμπ. 4. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 342D, Γοργ. 504Β, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα εἶναι ταῦτα καλὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 859D, πρβλ. Φαίδωνα 91D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 280Α, ἐν Νόμ. 660D. ― Παθ., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2 οὔκουν καὶ τόδε ξυνομολογοῖτο; Πλάτ. Φίληβ. 60Β· συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται αὐτόθι 41D· τοῦτο ἡμῖν... μενέτω ξυνομολογηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 248Α, πρβλ. Πολιτικ. 284C· τὸ συνομολογούμενον ἀντίθετον τῷ τὰ ἀμφισβητούμενα, Ἰσοκρ. 25Α· ἔστω συνωμολογημένον Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 10. ΙΙ. συναινῶ νὰ πράξω τι, ὑπισχνοῦμαι, τινί τι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 19, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. μέλλ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 3. 1, 10. ΙΙΙ. ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συνθηκολογῶ, αὐτόθι 5. 3, 15, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Ἐπιστ. 356Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
convenir de qch avec qqn :
1 être d’accord avec : τινι avec qqn ; τι convenir de qch, consentir à qch ; en parl. de discussions concéder, tomber d’accord : τι sur qch;
2 promettre : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύν, ὁμολογέω.

Greek Monotonic

συνομολογέω: μέλ. -ήσω, λέγω το ίδιο πράγμα με κάποιον, συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι με, τινί, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
I. ομολογώ μαζί, ομολογώ, παραδέχομαι τα πάντα, αὐτὰ ταῦτα, σε Θουκ.· λέγεται για συνομιλητές, συζητητές, συμφωνώ σε συγκεκριμένα σημεία, με αιτ., σε Ξεν., Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ. — Παθ., τὰ ἄλλα συνωμολόγηται, σε Ξεν. κ.λπ.
II. συναινώ, υπόσχομαι σε κάποιον να πράξω κάτι, τί τινι, στον ίδ.
III. έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνθηκολογώ με, στον ίδ.