νεκρόω

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A make dead, mortify, μόριόν τι Gal.11.265:—Pass., νενεκρῶσθαι τὸ μόριον Id.18(1).156: metaph., τὰ δόγματα . . δύναται νεκρωθῆναι M.Ant.7.2; οὐ ψυχὴ κυρίως, ἀλλὰ νενεκρωμένη τις Simp.in Ph. 1066.27; to be dead, νεκρωθείς IG14.1976; νενεκρωμένος, of the body of Abraham, Ep.Rom.4.19.    II metaph., mortify, νεκρώσατε τὰ μέλη Ep.Col.3.5.

German (Pape)

[Seite 238] todt machen, tödten; ἔστησε τὴν ἕξιν ἐκπαγεῖσαν καὶ νεκρωθεῖσαν, Plut. prim. frigid. 21; νεκρωθείς, Ep. ad. 724 (App. 313); oft im N. T.; auch übertr., abstumpfen, unbrauchbar machen.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρόω: νεκρώνω, κάμνω τινὰ νεκρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8792, 9539. - Παθ., νεκρώνομαι, γίνομαι νεκρός, νεκρωθεὶς Ἀνθ. Π. παράρτ. 313. 5· νενεκρωμένος Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19. ΙΙ. ἀπονεκρώνω, νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν Ἐπιστ. π. Κολοσ. γ΄, 5· ν. ἑαυτὸν τῶν πραγμάτων Ἐφρ. Σύρ. 5. 225F· νεκρωθῆναι τῷ κόσμῳ αὐτόθι 549C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire mourir ; Pass. mourir;
2 rendre comme mort, mortifier, paralyser.
Étymologie: νεκρός.

English (Strong)

from νεκρός; to deaden, i.e. (figuratively) to subdue: be dead, mortify.

English (Thayer)

νεκρῷ: 1st aorist imperative Νεκρώσατε; perfect passive participle νενεκρωμενος; to make dead (Vulg. and Latin Fathers mortifico), to put to death, slay: τινα, properly, Authol. app. 313,5; passive νενεκρωμενος, hyperbolically, worn out, of an impotent old Prayer of Manasseh , σῶμα νενεκρωμενος, to deprive of power, destroy the strength of: τά μέλη, i. e. the evil desire lurking in the members (of the body), τά δόγματα, Antoninus 7,2; τήν ἕξιν, Plutarch, de primo frig. 21; (ἄνθρωπος, of obduracy, Epictetus diss. 1,5, 7).)

Greek Monotonic

νεκρόω: μέλ. -ώσω,
I. νεκρώνω, φονεύω — Παθ., είμαι ή νεκρώνομαι· νεκρωθείς, σε Ανθ.· νενεκρωμένος, σε Καινή Διαθήκη
II. απονεκρώνω, σε Καινή Διαθήκη