ὁδεύω

Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A go, travel, ἐπὶ νῆας Il.11.569 ; δι' Ἀδραμυττίου X.An.7.8.8 ; διὰ νυκτός POxy.2153.21 (iii A.D.) ; κοινῶς ὁ. τινί Babr.15.2 ; ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Arist.Fr.41, cf. Hp.Decent.18 : c. acc. cogn., τὴν ἐπὶ Σμύρνης Hippon. 15.1 ; βιότου τρίβον ὁδεύειν Anacreont.38.2.    2 c. acc. loci, travel over, χθόνα πεζὸς ὁ. A.R.4.1441 ; ὁ. τὴν ἔρημον Plu.Eum. 15 ; μέγαν οὐρανόν IG 14.2012A36 ; εἴκοσι . . λυκάβαντας ὁδεύσας Epigr.Gr.226.3 (Teos) :— Pass., ὁδευομένη (with or without ὁδός) thoroughfare, highway, POxy. 1537.18(iii A. D.), Stud.Pal.20.117.6 (V A. D.).    3 Pass., of Ravenna, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη provided with thoroughfares by means of... Str.5.1.7.

German (Pape)

[Seite 292] gehen, wandern; ἐπὶ νῆας, Il. 11, 568; Xen. An. 7, 8, 8, bei Krüger; Sp., wie Hdn. 7, 3, 9; τρίβον, Anacr. 38, 2; Λιβύην, S. Emp. adv. rhet. 105.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδεύω: πορεύομαι, ὑπάγω, ἐπὶ νῆας Ἰλ. Λ. 569· ὁδεύω δι’ Ἀτραμυττίου Ξεν. Ἀν. 7, 8, 8· κοινῶς ὁδ. τινὶ Βαβρ. 15. 2· ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Ἀριστ. Ἀποσπ. 35· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁδ. τὴν ἐπὶ Σμύρνης Ἱππῶν. 91· ὁδ. τρίβον Ἀνακρεόντ. 41. 2. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, διέρχομαι ταξειδεύων, χθόνα πεζὸς ὁδ. ὡς ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1441, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 15· ὁδ. τὸν οὐρανὸν Ἐπιγρ. 618. 36· εἴκοσι ... λυκάβαντας ὁδεύσας αὐτόθι 226. 4. 3) Παθ, ἐπὶ τῆς Ραβέννης, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη, διὰ γεφυρῶν καὶ πορθμείων περιπατουμένη …, Στράβ. 213.

French (Bailly abrégé)

faire route ; τὴν ἔρημον PLUT traverser le désert.
Étymologie: ὁδός.

English (Autenrieth)

(ὁδός): travel, go Il. 11.569†.

English (Strong)

from ὁδός; to travel: journey.

English (Thayer)

(ὁδός); to travel, journey: Homer Iliad 11,569; Xenophon, an. 7,8, 8; Josephus, Antiquities 19,4, 2; b. j. 3,6,3; Herodian, 7,3, 9 (4edition, Bekker); Plutarch, others; διοδεύω, συνοδεύω.)

Greek Monolingual

και, στον Ερωτόκρ., οδεύγω (ΑΜ ὁδεύω) οδός
1. βαδίζω με προορισμό κάποιον τόπο, πορεύομαι
2. (για ταξιδιώτη) διέρχομαι από σημείο ή τόπο, διασχίζω μια περιοχή
νεοελλ.
φρ. «οδεύον κύμα»
(ραδιοηλ.) κύμα ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται κατά μήκος δύο παράλληλων αγωγών που έχουν μικρή απόσταση μεταξύ τους
αρχ.
(το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ οδευομένη
(ενν. οδός) οδός από την οποία διέρχονται πολλοί ταξιδιώτες, η πεπατημένη.

Greek Monotonic

ὁδεύω: μέλ. -σω (ὁδός),·
1. πορεύομαι, ταξιδεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
2. Παθ., εξασφαλίζω περάσματα, διέρχομαι, σε Στράβ.