ῥαιβός

Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ή, όν,

   A crooked, bent, esp. of bandy legs (cf. sq.), τὸ ῥαιβόν Arist.SE182a2; cf. βλαισός, ῥοικός; also ῥ. γυῖα Nic.Th.799; πάγουροι ib.788; νηρῖται, δράκων, Lyc.238,917; μηρός Gal.UP3.9.

German (Pape)

[Seite 832] krumm, gebogen, geschweift; bes. einwärts gebogen; von krummen Beinen, Archil. frg. 9 bei Poll. 2, 193; πάγουροι, Nic. Ther. 788.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβός: -ή, -όν, καμπύλος, κυρτός, μάλιστα ἐπὶ τῶν ἐχόντων τὰ σκέλη καμπύλα εἰς τὸ ἔνδον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βλαισός (ἴδε τὸ ἑπόμ.), τὸ ῥαιβὸν Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3· πρβλ. βλαισός, ῥοικός· ὡσαύτως, ῥ. γυῖα, βάσις Νικ. Θ. 801, Λυκόφρων 262· νηρῖται, δράκων ὁ αὐτ. 238, 917. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαιβόν· ἐπικαμπές, τὸ μὴ ὀρθόν, καμπύλον, στρεβλόν, σκαμβόν». ― (Ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ϝραγός, πρβλ. Λατ. valgus, Γοτθ. vraig (σκολιός)· ― περὶ τῆς διφθόγγου πρβλ. √ΡΑΓ (ῥήγνυμι), ῥαίω, εἰ αἱ δύο αὗται λέξεις ὄντως εἰσὶ συγγενεῖς).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 tortu, particul. cagneux;
2 tortueux, recourbé.
Étymologie: ῥαίω.

Greek Monolingual

-ή, -ό/ ῥαιβός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. καμπύλος, κυρτός
2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδία
νεοελλ.
ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή του σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα wrai-gw- και συνδέεται με το γοτθ. wraigs «κυρτός» και τα: ῥοικός, ῥυβόν. Χαρακτηριστικό είναι ότι το επίθ. εμφανίζει φωνηεντισμό -α- που παρατηρείται σε πολλά επίθ. δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. λαιός, σκαίος, φαύλος, κλαμβός)].

Greek Monotonic

ῥαιβός: -ή, -όν, κυρτός, καμπουριαστός, λυγισμένος, σκυφτός, σε Αριστ.