σκαληνός
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Leon. ap. Stob.4.52.28:—
A uneven, unequal, rough, Democr. ap. Thphr.Sens.66, Epicur.Ep.2p.50U.; ἀταρπὸς σ. a rugged path, Leon. l.c.; σ. φλέψ a slanting vein, Hp.Anat.1; ἀριθμὸς σ. odd number (v. ἰσοσκελής), Pl.Euthphr. 12d, cf. Nicom.Ar.2.16; τρίγωνον σ. a triangle with unequal sides, Ti.Locr.98b, cf. Call.Iamb.1.125; τὸ σ. Arist.APo.84b7; κῶνος σ. oblique cone, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.3; cf. σκαληνής. (Prob.akin to σκολιός.)
German (Pape)
[Seite 888] 1) hinkend, wankend. – 2) uneben, ungleich, höckerig, ἀταρπός, Leon. Tar. 68 (App. 48); schief, Ggstz ἰσοσκελής, Plat. Euthyphr. 12 d; τρίγωνον, ein ungleichseitiges Dreieck, Euclid.; στερεά, Körper mit drei ungleichen Ausdehnungen, Nicom. arithm. 2, 16; φλέψ, die schiefe od. krumme Blutader, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰληνός: -ή, -όν, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 48. 3, ός, όν, ἀνώμαλος, ἄνισος, Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 66· ἀταρπὸς σκ., ἀκανόνιστος, ἀνώμαλος, σκολιὰ ἀτραπός, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκ. φλέψ, λοξὴ φλ., Ἱππ. 910Β· - ἀριθμὸς σκ., περιττὸς ἀριθμὸς (ἴδε ἰσοσκελής), Πλάτ. Εὐθύφρων 12D· τρίγωνον σκ., ἔχον τὰς τρεῖς πλευρὰς ἀνίσους, Τίμ. Λοκρ. 98Β· οὕτω, τὸ σκαληνὸν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 23, 1· πρβλ. σκαληνής, Ἡσύχ., Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ σκολιός).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
boiteux.
Étymologie: R. Σκαλ, boiter ; cf. σκολιός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκαληνός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ός, Α
1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής
2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» — τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες
β) «σκαληνοί μύες» — τρεις μύες της πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και ο οπίσθιος, που ενεργούν ως επικουρικοί εισπνευστικοί μύες
νεοελλ.
φρ. «σύνδρομο του πρόσθιου σκαληνού (μυός)» — σύνδρομο που οφείλεται σε συμπίεση του βραχιόνιου πλέγματος και της υποκλείδιας αρτηρίας πάνω στην 1η πλευρά λόγω υπερτονίας του μυός αυτού
αρχ.
1. λοξός, σκολιός («σκαληνὴ φλέψ» — λοξή φλέβα, Ιπποκρ.)
2. ανώμαλος, ακανόνιστος («ἀταρπὸς σκαληνός» — ανώμαλο, ακανόνιστο μονοπάτι, Στοβ.)
3. φρ. α) «σκαληνὰ στερεά» — στερεά σώματα τών οποίων οι τρεις διαστάσεις είναι άνισες μεταξύ τους
β) «ὁ ἀριθμός ὃς ἂν μὴ σκαληνὸς ἦ ἀλλ' ἰσοσκελής» — ο περιττός αριθμός.
επίρρ...
σκαληνῶς Α
με άνισο, ακανόνιστο τρόπο («ὄφις σκαληνῶς διαβαίνων», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- του σκάλλω + κατάλ. -ηνός (πρβλ. γαλ-ηνός)].
Greek Monotonic
σκαληνός: -ή, -όν, ανώμαλος, άνισος· ἀριθμὸς σκαληνός, περιττός, «μονός» αριθμός, σε Πλάτ.· τρίγωνον σκαληνόν, τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες, σε Αριστ.· λέγεται για μονοπάτι, ανώμαλος, σε Ανθ.