ἐπιθύω

Revision as of 20:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

(θύω A)

   A sacrifice upon, h.Ap.491 (tm.); sacrifice besides or after, τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας A.Ag.1504; ἐπὶ δ' ἔθυσα μητέρα E.Or. 562:—Med., Νέρωνι Τάλβαν ἐ. Plu.Galb.14, cf. Marc.29, Artem.1.12.    II. burn incense, LXX3 Ki.12.33, J.BJ7.3.3, D.S.12.11, 18.61, Porph.Abst.2.59; λιβανωτόν D.S.18.61, v.l. in Ar.Pl.1116: generally, offer on, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τὰς δεκάτας D.H.1.40 codd.
ἐπῑθύω,

   A rush eagerly at, ὡς ἂν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα Od.16.297: c.gen., ἐπιθύουσι βοῶν λίες Euph.35a: c.dat., Opp.C.1.281,385.    2. c.inf., strive vehemently to do a thing, ἐρύσσασθαι . . Τρῶες ἐπιθύουσι Il. 18.175; θυμὸς ἐπιθύει κιθαρίζειν h.Merc.475; δεδαῆσθαι A.R.2.1154; κύσσαι . . στόμα Id.1.1238:—Med., rush upon, flood, Νεῖλος ἐπεθύσατο (sic) αὔλακι γαίης Epic.Anon.in BKT5(1).119. (Prob. a compound of ἰθύω [ῠ], with ῡ metri gr.: taken as ἐπῐ-θύω by Epic.Anon. l.c.)

German (Pape)

[Seite 944] (s. θύω), Weihrauch auf den Altar, ins Feuer werfen, D. Sic. 12, 11. 18, 60; übh. auf dem Altar opfern, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τὰς δεκάτας D. H. 1, 40; hinterher, noch dazu opfern, τὸν δ' ἀπέτισεν τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας Aesch. Ag. 1485; im med., τὸ δεύτερον ἐπιθυσάμενος Plut. Marc. 29; Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα Galb. 14. Allgem., opfern, τοῖς θεοῖς Ar. Plut. 1116; D. Hal. 1, 23. – Davon verschieden ist nur episches Wort mit Verlängerung des dadurch Vershebung, weswegen man es auch von ἰθύω ableiten wollte u. die Schol. erkl. ἐπ' εὐθείας ὁρμᾶν, darauf losgehen mit Heftigkeit, anstürmen; οἱ δὲ ἐρύσσασθαι ποτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Τρῶες ἐπιθύουσι Il. 18, 174; ὡς ἂν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα Od. 16, 297; αἰετὸς αἰθερίοισιν ἐπιθύων γυάλοισιν Opp. Cyn. 1, 281, vgl. 385. – Uebh. heftig begehren, verlangen, c. inf., Ap. Rh. 2, 1154. 3, 354; vgl. auch Man. 2, 340, wo οἷσί τ' ἐπιθύνωσ' ἔργοις in ἐπιθύωσι zu ändern scheint.

French (Bailly abrégé)

11 faire fumer l’encens sur l’autel;
2 sacrifier en outre ou après.
Étymologie: ἐπιθύω.
2s’élancer sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, θέω.

Spanish

quemar

Greek Monolingual

(I)
ἐπιθύω (AM)
θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.)
αρχ.
1. θυσιάζω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπιθύομαι
σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.)
3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ ἐπιθῦσαι», ΠΔ)
4. γεν. προσφέρω, προσκομίζω ως προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (I) «θυσιάζω»].———————— (II)
ἐπιθύω (Α)
1. τρέχω με ορμή, σπεύδω κάπου («ὡς ἄν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. ἐπιθύομαι
(για ποταμό) κατακλύζω
3. (με απρμφ.) προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να κάνω κάτι («ἐρύσσασθαι... Τρῶες ἐπιθύουσι», Ομ. Ιλ.)
4. (για διαθέσεις) παρορμώ, προτρέπω έντονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (II) «κινούμαι γρήγορα»].

Greek Monotonic

ἐπιθύω: (θύω Β)·
1. μόνο στον ενεστ., τρέχω με ορμή προς, σε Ομήρ. Οδ.
2. με απαρ., προσπαθώ πολύ να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν. (ἐπῑ-θῡω, στον Όμηρ.).
• ἐπῐθύω: (θύω Α. I. 3), μέλ. -ύσω [ῡ],
I. θυσιάζω επιπλέον ή κατόπιν προηγουμένης θυσίας, σε Αισχύλ., Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., Πλούτ.
II. προσφέρω θυμίαμα, λιβάνι πάνω στον βωμό· γενικά, προσφέρω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῐθύω: I (ῡ)
1) возжигать на алтаре, воскурять (λιβανωτὸν τοῖς θεοῖς Arph.);
2) тж. med. (вслед за тем, после) приносить в жертву (τινα τοῖς θεοῖς Diod.; med. τὸ δεύτερον Plut.): τί τινι ἐ. Aesch.; приносить что-л. в жертву после чего-л., т. е. одно убийство искупать другим; ἐπιθύεσθαι Νέρωνι Γάλβαν Plut. вслед за Нероном умертвить Гальбу.
ἐπῑθύω: II (ῡ)
1) устремляться, нападать, ринуться Hom.;
2) стремиться, добиваться: οἱ δὲ ἐρύσσασθαι Τρῶες ἐπιθύουσι Hom. троянцы же стремятся потащить (в Илион труп Патрокла);
3) перен. рваться, горячо желать (κιθαρίζειν HH).