θωπεύω

Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

(θώψ)

   A flatter, wheedle, τινα S.OC 1003, 1336, E.Heracl.983, Ar.Ach.657, Eq.48; σὺ ταῦτα θώπευ' be it thine to flatter thus, S.El.397; θ. τὸν δεσπότην λόγῳ Pl.Tht.173a; τὸν δῆμον Aeschin.3.226; τὰς πόλεις Phld.Rh.2.170S.; καιρὸν θ. to be a time-server, Ps.-Phoc.93; ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος serve others (in good sense), PSI5.525.16 (iii B.C.); of dogs, fawn, Arist.Phgn.811b38; caress, pat a horse, X.Eq.10.13, Cyn.6.21; of disease, soothe, τὴν χολήν Sever.Clyst.p.37 D.:—Pass., Ar. Eq.1116.

German (Pape)

[Seite 1230] ein Schmeichler, θώψ, sein, schmeicheln, sich gefällig zeigen, huldigen, dienen; σὺ ταῦτα θώπευε Soph. El. 389; ἄλλους O. C. 1338, vgl. 1007; σάφ' ἴσθι μή με θωπεύσοντά σε Eur. Heracl. 983; Ar. Equ. 48. 1112; ἐπιστάμενοι τὸν δεσπότην λόγῳ θωπεῦσαι Plat. Theaet. 475 a; Folgde; täuschen, betrügen durch Schmeichelei, Aesch. 3, 226 τὸν δῆμον.

Greek (Liddell-Scott)

θωπεύω: (θώψ) κολακεύω, περιποιοῦμαι θωπευτικῶς, Λατ. adulari, τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1003, 1336, Εὐρ. Ἡρακλ. 983, Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 48· σὺ ταῦτα θώπευ’, ἂς εἶναι ἰδικόν σου ἔργον οὕτω νὰ κολακεύῃς, Σοφ. Ἠλ. 397· τὸν δεσπότην λόγῳ Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· καιρὸν θ., ὡς τὸ καιρῷ θεραπεύειν, οἰκονομῶ τὰς περιστάσεις, Ψευδο-Φωκυλ. 87· - χαϊδεύω, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 10, 13, Κυν. 6, 21· ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29. – Παθ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1116.

French (Bailly abrégé)

flatter, caresser.
Étymologie: θώψ.

Greek Monolingual

θωπεύω) θωψ
1. κολακεύω, καλοπιάνω
2. περιποιούμαι πολύ, παρέχω υπηρεσίες
3. χαϊδεύω, χαϊδολογώθωπεύω ίππον»)
αρχ.
1. (για σκύλο) κάνω χαρές
2. (για ασθένεια) κατευνάζω
3. φρ. «καιρὸν θωπεύω» — εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις.

Greek Monotonic

θωπεύω: (θώψ), μέλ. -σω, κολακεύω, χαϊδεύω, θωπεύω, καλοπιάνω, Λατ. adulari, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· σὺ ταῦτα θώπευ' ας είναι δικό σου έργο να κολακεύεις έτσι, σε Σοφ.· χαϊδεύω άλογο ή το χτυπώ ελαφρά στην πλάτη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θωπεύω:
1) льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Soph., Eur., Arph., Plat., Plut. и τινὰ λόγῳ Plat.): σὺ ταῦτα θώπευε Soph. ублажай сама себя этим, т. е. все свои наставления держи про себя;
2) ласкать, гладить (ἵππον Xen.);
3) ласкаться (οἱ κύνες θωπεύουσιν Arst.).