ἔνοσις

Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shaking, quake, Hes.Th.681,849; αἰθερίαι ἐ. E.Hel. 1363 (lyr.), cf. Orph.Fr.285.24; ἔννοσις· κίνησις, Hsch.    II personified in poet. form Ἔννοσις, prob. in E.Ba.585 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 850] ἡ, die Bewegung, Erschütterung; Hes. Th. 681. 849; Eur. Hel. 1379 Bacch. 585. Stammform nach Buttmann Lexilog. I p. 271 ἔνω, ἐνόω, Andere nehmen ἐνόθω an u. vgl. ὠθέω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’ébranler, secousse.
Étymologie: *ἐνέθω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): ἔνν- E.Ba.585, Hsch.; εἴν- Hsch.
estremecimiento, conmoción, temblor violento, sacudida gener. de la tierra, en descripciones de batallas entre dioses y titanes ἔ. δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν violenta sacudida de los pies llegó hasta el tenebroso Tártaro Hes.Th.681, cf. 849, ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.910.10, ἔ. ἐπικλύζει πόλιν E.Tr.1326, γῆς ἔ. Orph.Fr.778.24, cf. AP 9.560 (Crin.), personif. <σεῖε> πέδον χθονός, Ἔννοσι πότνια E.Ba.585
vibración, temblor del timbal en los ritos báquicos ῥόμβου ... εἱλισσομένα κύκλιος ἐ. αἰθερία E.Hel.1363.

• Etimología: Prob. de la misma r. que ὠθέω q.u.

Greek Monolingual

ἔνοσις, η (Α)
κλονισμός, σεισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως. Η υπόθεση ότι ένοσις < εν-Fοθ-τις (πρβλ. ωθώ) αίρεται από το ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα -θ-τ- της Αρχαίας εξελίσσεται σε -στι- (πρβλ. πύστις / πεύσις) και επί πλέον δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το εν- εν προκειμένω είναι προρρηματικό. Το γεγονός εξάλλου ότι τα σύνθετα με α' συνθετ. ένοσις είναι όλα ομηρικά του τύπου τερψίμβροτος οδηγεί στην υπόθεση ότι η σπάνια και μεθομηρική λ. ένοσις προήλθε κατ' απόσπαση από τέτοια σύνθετα].

Greek Monotonic

ἔνοσις: -εως, ἡ, δόνηση, κούνημα, κλυδωνισμός, τρεμούλιασμα, σεισμός, σε Ησίοδ., Ευρ. (από την απαρχ. √ἐνόθω, σείω, κουνώ).

Russian (Dvoretsky)

ἔνοσις: εως ἡ сотрясение, колебание Hes., Eur.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: shaking, quake (Hes., E. in lyr.).
Dialectal forms: Myc. enesidaone with difficult -e-
Compounds: As 1. member in the ep. compounds ἐνοσί-χθων, ἐννοσί-γαιος earth-shaker surnames of Poseidon; in the same meaning ἐννοσίδας (Pi.; with δα- in Δα-μάτηρ (s. Δημήτηρ and v. Wilamowitz Glaube 1, 203); after this εἰνοσί-φυλλος shaking off foliage (Hom.; ἐνν-, εἰν- metr. lengthening; cf. Chantr. Gramm. Hom. 1, 100); cf. Knecht Τερψίμβροτος 26.
Derivatives: ἐνοσιζεται τρέμει, σείεται (Cyr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. The explanation by Pott, followd by many scholars, as *ἔν-Ϝοθ-τις to ὠθέω (s. also ἔθων, ἔθειρα) finds several objections: the sequence -θ-τ- should have given -στ- (cf. e. g. πύσ-τις beside πεῦ-σις); the ο-ablaut as in ἄ-φρων : φρήν is not expected in a τι-deriv., and refuted by Myc.; a prefixal ἐν- is not well explained ("bump against"?). If ἔνοσις is indeed a primary τι-deriv. (cf. Holt Les noms d'action en -σις 94f.), we would rather expect a formation like ἄρο-σις. ἔνοσις may have been derived from the compounds. - See Porzig Satzinhalte 193f. M. Janda, Compositiones indogerm. Schindler, 1999, 183-203 assumes a root *h₁enh₃- to move from Skt. ánas, Lat. onus ? (but no such root is attested, and its meaning would be carry one a horse, which seems not adequate; also it does no solve the problem provided by Myc.).

Middle Liddell

ἔνοσις, εως
a shaking, quake, Hes., Eur. [From an obsol. Root *ἐνόθω to shake.]