βρῶμα

Revision as of 06:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ατος, τό, (βιβρώσκω)

   A that which is eaten, food, meat, Hp. VM6, Th.4.26, al.: metaph., Ar.Fr.333: freq. in pl., Hp.VM3, Antiph.246, Pl.Criti.115b, etc.; opp. ὄψα, Sosip.1.30.    II cavity in a tooth, Hp.Epid.4.25, Dse.1.105, Archig. ap. Gal.12.859.    2 moth-eating, in pl., LXX Ep.Je.12.    III pl., filth, ordure, prob. in Ev.Marc.7.19; cf. βρῶμος (B).

German (Pape)

[Seite 467] τό, 1) Speise, Hippocr. u. Com. oft; Thuc. 4, 26; bei Plat. gew. mit πῶμα vrbdn, z. B. Critia. 115 b, wie Xen. Mem. 4, 7, 9. – 2) das Angefressene, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βρῶμα: τό, (βιβρώσκω) τὸ τρωγόμενον, τροφή, φαγητόν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― συχν. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ καρκινώδης, Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, aliment (en général cru).
Étymologie: βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I frec. en op. a la ‘bebida’
1 alimento sólido πονερόν ἐστι β. τυρός Hp.VM 20, cf. 6, 21, σῖτον ... καὶ οἶνον καὶ τυρὸν καὶ εἴ τι ἄλλο β. Th.4.26, cf. 39, X.Lac.2.5, βρώματος ... ἀπέχεσθαι μηδενός Pl.R.571d, Mnesith.Ath.27b, LXX Ge.6.21, Manes 82.6, β. παραπλήσιον σύκῳ Plb.12.2.6, op. πόμα Hp.Morb.4.35, τί β. ἢ τί πῶμα X.Mem.4.7.9, a ποτόν Hp.Morb.4.36, frec. en plu., Hp.VM 14, τῶν βρωμάτων ὀσμαί Arist.EN 1118a15, cf. 1119a8, βρώματα καὶ πόματα πονηρά Hp.VM 20, cf. Epid.2.11, Pl.Lg.782a, 932e, Phld.Mus.p.51K., πόματα καὶ βρώματα καὶ ἀλείμματα Pl.Criti.115b, βρώματα καὶ ποτά LXX 2Es.3.7, op. γάλα 1Ep.Cor.3.2
gener. víveres, alimentos ἔσται τὰ βρώματα πεφυλαγμένα LXX Ge.41.36, ἀγοράσαι βρώματα LXX Ge.42.7, Eu.Matt.14.15, 14.15, ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω Eu.Luc.3.11, cf. Eu.Marc.7.19 (pero cf. βρῶμος)
tb. dicho del alimento de animales βοὺς ἐπὶ φάτνης ἔχων τὰ βρώματα LXX Ib.6.5, cf. PHamb.64.26 (II d.C.)
del maná πνευματικὸν β. 1Ep.Cor.10.3.
2 en hendíadis βρώμασι καὶ θύμασι en fiestas en las que se come, e.e. comidas o banquetes festivos Pl.Lg.953e.
II op. otros platos
1 plato, bocado, vianda, manjar β. τὸ παντανάμικτον Philox.Leuc.(e) 13, ἀπογεύεσθαι ... τῶν παντοδαπῶν τῶν βρωμάτων X.Cyr.1.3.4, μεταλλάξαι διάφορα βρώματα ἔσθ' ἡδύ Antiph.240, cf. Plb.3.57.8, ἐβάρυνε τὰ βρώματα τῆς τραπέζης αὐτοῦ LXX 3Re.12.24p, πινάκιον μεστὸν διαφόρων βρωμάτων SB 7369.17 (VI d.C.)
fig. manjar, exquisitez ἦ μέγα τι βρῶμ' ἐστὶ ἡ τρυγῳδοποιομουσική Ar.Fr.347.
2 prob. plato principal τὰ ὄψα καὶ τὰ βρώματα Sosip.1.30, διαφέρειν τράγημα βρώματος hay que diferenciar el postre del plato principal Arist.Fr.104.
III usos deriv.
1 corrosión οὐ διασῴζονται ἀπὸ ἰοῦ καὶ βρωμάτων LXX Ep.Ie.11.
2 medic. caries dental, Hp.Epid.4.25, Archig. en Gal.12.859, Dsc.1.105.

• Etimología: v. βιβρώσκω.

English (Abbott-Smith)

βρῶμα, -τος, τό (cf. βιβρώσκω), [in LXX chiefly for אֹכֶל;]
food: Ro 14:15, 20 I Co 8:8, 13 10:3; pl., Mt 14:15, Mk 7:19, Lk 3:11 9:13, I Co 6:13, I Ti 4:3, He 9:10 13:9; trop., of spiritual food, Jo 4:34, I Co 3:2 (cf. βρῶσις).†

English (Strong)

from the base of βιβρώσκω; food (literally or figuratively), especially (ceremonially) articles allowed or forbidden by the Jewish law: meat, victuals.

English (Thayer)

βρώματος, τό (βρόω equivalent to βιβρώσκω), that which is eaten, food; (from Thucydides and Xenophon, down): βρώματα καί ποματα meats and drinks, Plato, legg. 11, p. 932e.; 6, p. 782a.; Critias, p. 115b.; in singular Xenophon, Cyril 5,2, 17). of the soul's aliment, i. e. either instruction, τό γάλα), or that which delights and truly satisfies the mind, John 4:34.

Greek Monolingual

το (AM βρῶμα, Μ και βρῶμαν) βιβρώσκω
1. τροφή
2. λεία, θήραμα
νεοελλ.
1. δόλωμα
2. διάβρωση, αποσύνθεση
αρχ.
1. πληγή, καρκίνωμα
2. οπή, κουφάλα του δοντιού.

Greek Monotonic

βρῶμα: -ατος, τό (βι-βρώσκω), αυτό το οποίο τρώγεται, φαγητό, κρέας, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

βρῶμα: ατος τό1) тж. pl. еда, пища Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.;
2) наслаждение (μέγα τι β. ἐστὶν ἡ τρυγῳδοποιομουσική Arph.).

Middle Liddell

βιβρώσκω
that which is eaten, food, meat, Thuc., Plat., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρῶμα -ατος, τό βιβρώσκω
1. voedsel, eten.
2. wat gegeten is; geneesk., iets wat weggegeten, verteerd is door een ziekte, van stukken tand. Hp.