κομέω

Revision as of 11:40, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

English (LSJ)

(A), Ep. impf.

   A κομέεσκον Od.24.390:—Ep. Verb, take care of, tend, in Il. of horses, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων 8.109, cf. 113, h.Ap.236; of dogs, Od.17.310, 319, Hes.Op.604; elsewh. in Od. always of men, γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκεν 24.390, cf. 6.207, etc.; of children, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε 11.250; κούρην… κομέουσι τοκῆες IG3.1335, cf. Supp.Epigr.1.567 (Karanis, iii B.C.). (Prob. cogn. with κάμνω, q.v.)
κομέω (B), Ion. for κομάω.

German (Pape)

[Seite 1477] besorgen, warten, pflegen; Od. 6, 206; τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι 17, 319; καί ῥα γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκεν 24, 388, pflegte sorglich den Greis; – von Pferden, Il. 8, 109. 113; – σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Od. 11, 249; – κύνα Hes. O. 602; – sp. D., wie Ap. Rh. 1, 780, εὖ κομέουσιν ἐδωδῇ ἀνέρας 2, 1015. – Verwandt mit κόμη, comere, κομίζω. – S. auch κομάω.

Greek (Liddell-Scott)

κομέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ κομάω.
Ἰων. παρατ. κομέεσκον· ― Ἐπικ. ῥῆμα, φροντίζω περί τινος, ἐπιμελοῦμαί τινος, περιποιοῦμαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππου, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων Θ. 109, πρβλ. 113, κτλ.· οὕτω, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 236· ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 310, 319, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ ἀνδρῶν, γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκον Ὀδ. Ω. 390, πρβλ. Ζ. 207, κτλ.· καὶ ἐπὶ τέκνων, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Λ. 250· κούρην... κομέουσι τοκῆες Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 17. (πρβλ. κομίζω, κομψός, Λατ. comptus· ἐν συνθέτ. ἱπποκόμος.)

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
prendre soin de, soigner, acc..
Étymologie: DELG cf. κάμνω, κομίζω.
2-ῶ :
ion. c. κομάω.

English (Autenrieth)

κομέουσι, ipf. ἐκόμει, κομείτην, iter. κομέεσκε: take care of, tend, by affording food, bed, clothing, bath, Od. 11.250; of animals, Od. 17.310, 319.

Greek Monotonic

κομέω: Ιων. παρατ. κομέεσκον, φροντίζω, παρακολουθώ, επιμελούμαι, περιποιούμαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κομέω:
I ион. = κομάω.
II [одного корня с κομίζω (эп. impf. iter. κομέεσκον)
1) заботиться, холить, окружать вниманием (γέροντα ἐνδυκέως Hom.);
2) (со)держать, кормить (ἵππους HH; κύνα Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομέω [~ κομίζω] ep. imperf. κομέεσκον verzorgen.
κομέω Ion. voor κομάω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: care (Il.),
Other forms: Ipf. κομέεσκον, only present-stem ἀμφι-κομέω (AP); κομίζω, -ομαι, aor. κομισ(σ)αι, -ασθαι, Dor. (Pi.) κομίξαι, pass. κομισθῆναι, fut. κομιῶ, -οῦμαι (ο 546; Schwyzer 785, Chantraine Gramm. hom. 1, 451), hell. κομίσω, -ίσομαι,
Compounds: very often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, παρα-, συν-, care, attend, look after, loot, save, fetch, bring, transport (Il.).
Derivatives: (ἀνα-, ἀπο- etc.) κομιδή care, loot, saving, supply, escape (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 189f.); dat. κομιδῃ̃ as adv. exact, definitely, completely (IA.); κομιστήρ, -τής who cares, provides (E.; Fraenkel Nom. ag. 2, 14; 18; 35) with κομίστρια f. (AB, Orph.); κόμιστρα (-ον sg.) reward for saving, promotion (trag., inscr.); κομιστικός for care, fit for carrying (IA.); ἐκ-κομισμός export, burial (Str., Phld.), μετα-κόμισις, εἰσ-κόμισμα a. o. (sch., Gloss.). - As 2. member in several compounds -κόμος, e. g. εἰρο-κόμος working wool, woolspinster (Γ 387, AP), ἱπποκόμος who cares for horses, groom (IA.). - On the development of the meaning of κομίζω and derivv. Wackernagel Unt. 219f., Hoekstra Mnem. 4 : 3, 103f.
Origin: IE [Indo-European] [557] *ḱemh₁- tire (out)
Etymology: Iterative-intensive deverbative to primary κάμνω (like φορέω etc.; Schwyzer 719); w. enlargement κομίζω with backformation κομιδή (Schwyzer 421 n. 3). - With ἱππο-κόμος agrees Hitt. aššuššani- groom from Indo-Iran. *aśva-śam(a)-, s. Mayrhofer Sprache 5, 87. Further s. κάμνω.
See also: .

Middle Liddell


to take care of, attend to, tend, Hom.