разумный
Russian > Greek
περιφραδής, πολύφρων, ἐχέθυμος, εὐγνώμων, κεδνός, ἀρτίφρων, δαΐφρων, διανοητικός, ἔλλογος, σοφός, νοερός, λογικός, πυκινός, εὔφρων, ἐΰφρων, ἐϋφρονέων, συνετή, εὔλογος, νοήμων, πεπνυμένος, ἐπίφρων, ἐχέφρων, θυμόσοφος, νουνεχής, πυκιμήδης, πυκιμηδής, περίφρων, πευκάλιμος, ἔννοος, ἔννους, θυμοσοφικός, πραγματικός, βουλήεις, ἐοικώς, λογιστικός, πινυτός, ἀριφραδής