inviolable
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἄσυλος (plat), ἀκίνητος (Plato). P. ἄψαυστος (Thuc. 4, 97), V. ἀσύλητος, ἄθικτος.
Spanish > Greek
ἀπόκροτος, ἀκηδής, ἄβατος, ἀνυπόδικος, ἀπαρεγχείρητος, ἄβαστον, ἄσυλος, ἀμίαντος, ἄτρωτος, ἀκίνητος, ἄθικτος, ἄψευστος, ἀπαραβίαστος, ἀπαράβατος, ἀσύλητος, ἔνσπονδος