ἀμνίον

Revision as of 12:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(not so well ἄμνιον), τό,

   A bowl in which the blood of victims was caught, Od.3.444.    2 inner membrane round the foetus, Emp.71; cf. ἀμνειός.    II Dim. of ἀμνός, Hermipp.3 (Ἄμνιος as pr. n. wrongly Et.Gen.).

German (Pape)

[Seite 126] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' ἀμνίον εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse αἱμνίον schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνίον: (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ χιτών, «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν ἔνδοθεν λεπτότερον ὄντα καὶ μαλακώτερον ἀμνίον Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― ὡσαύτως ἀμνεῖος χιτών: πρβλ. πωλίον ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀμνός, «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour le sang des sacrifices.
Étymologie: ἀμνός.

English (Autenrieth)

basin for receiving the blood of sacrificial victims, Od. 3.444†. (See cut.)

Spanish (DGE)

-ου, τό corderito Hermipp.3.
-ου, τό
1 lebrillopara recoger la sangre de los sacrificios Od.3.444.
2 anat. amnios Emp.B 70, Sor.Lat.55 (p.19).

• Etimología: Etim. desconocida. Popularmente se podría entender como dim. de ἀμνός, confundiéndolo con 2 ἀμνίον.

Greek Monolingual

(I)
βλ. άμνιο.
(II)
ἀμνίον, το (Α) ἀμνός
(υποκοριστικό του αμνός) αρνάκι.

Greek Monotonic

ἀμνίον: τό, δοχείο στο οποίο συγκεντρώνεται το αίμα των σφάγιων, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀμνίον: τό
1) чаша для жертвенной крови Hom.;
2) анат. амнион, зародышевая оболочка Emped.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: vase to receive the blood of a sacrifice (γ 444); s. Brommer Herm. 77, 357 and 364.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One connects ἀμάομαι, which is no more than a guess.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
a bowl in which the blood of victims was caught, Od.

Frisk Etymology German

ἀμνίον: {amníon}
Grammar: n.
Meaning: Opferschale (γ 444), zur Bedeutung s. Brommer Herm. 77, 357 und 364.
Etymology : Wahrscheinlich zur selben Sippe wie ἀμάομαι, aber die Bildungsweise ist nicht genügend aufgeklärt. Solmsen Wortforsch. 183 geht von einem Verbalnomen *ἅμων Becher, eig. "Sammler", aus, wovon ἀμνίον ein Deminutivum wäre.
Page 1,93