ἐπίθεσις

Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A setting on its base, τοῦ ἀνδριάντος CIG3124 (Teos).    2. laying or putting on, opp. ἀφαίρεσις, Arist.Juv.470a11; τῶν χειρῶν Act.Ap.8.18, etc.; application, περιχρίστων Plu.2.102a, cf. Luc.DDeor.13.1 (prob.).    3. application of epithets, τὰς ἐ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.1405b22.    4. imposition of increased burdens, Cat.Cod.Astr.7.134.    II. (from Med.) setting upon, attack, Antipho 2.2.13; ἐ. γίγνεταί τινι X.An.4.4.22; ἡ Περσῶν ἐ. τοῖς Ἕλλησι Pl.Lg.698b; τῶν ἐ. αἱ μὲν ἐπὶ τὸ σῶμα γίγνονται τῶν ἀρχόντων attempts, Arist.Pol.1311a31; ἐ. συστῆσαι ἐπί τινα ib.1306b35; ποιεῖσθαι ib.1312a20; λῃστῶν PPetr.3p.60 (iii B.C., prob.); κατά τινος D.H.5.7; ἡ διὰ τοῦ πυρὸς ἐ. τοῖς ἔργοις Plb.1.45.2; of disease, aggravated attack, Sor.2.49 (pl.).    2. c. gen., attempt to gain, τῆς τυραννίδος D.S.13.92, etc.    3. small urn placed on a σορός, IGRom.4.1284 (Thyatira).    4. imposture, deception, Aq.Pr.11.1, al.    5. Pythag. name for two, Hsch.

German (Pape)

[Seite 942] ἡ, 1) das Darauflegen; χειρῶν N. T.; von Heilmitteln, ἡ τῶν ἔξωθεν ἐπιχρίστων ἐπίθ. Plut. consol. ad Apoll. A.; – der Zusatz, das Beiwort, Arist. rhet. 3, 2, 14. – 2) (ἐπιτίθεσθαι), der Angriff; μή τις ἐπίθεσις γένοιτο τοῖς καταλελειμμένοις Xen. An. 4, 4, 22; ἡ Περσῶν ἐπίθεσις τοῖς Ἕλλησιν Plat. Legg. III, 698 b; Folgde; ἐπί τι, Arist. pol. 5, 10; ἐπίθεσιν κατά τινος ποιεῖσθαι D. Hal. 5, 7; übh. das Anfassen, Unternehmen, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς ἐπίθεσις τοῖς ἔργοις Pol. 1, 45, 2; Plut. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίθεσις: -εως, ἡ, (ἐπιτίθημι) ἡ ἐπὶ τῆς βάσεως τοποθέτησις, τοῦ ανδριάντος Συλλ. Ἐπιγρ. 3124:-τὸ ἐπιτιθέναι, κυρίως ἐπὶ τῶν χειρῶν, ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Πράξ. Ἀποστ. η΄, 18, κτλ.· διὰ τῆς τῶν ἔξωθεν ἐπιχρίστων (περιχρίστων ἐν ἐκδ. Βερναρδάκη) ἐπιθέσεως Πλούτ. 2. 102Α. 2) προσθήκη, πρόσθεσις, ἀντίθετον τῷ ἀφαίρεσις, Ἀριστ. π. Νεωτ. κτλ. 5, 11. 3) ἐπίθεσις ἐπιθέτων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Μέσ. ἐπιτίθεμαι) ἐπίθεσις κατά τινος, ὡς καὶ νῦν, προσβολή, ἐφόρμησις, Ἀντιφῶν 117. 41· γίγνεταί τινι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 22· ἡ Περσῶν ἐπ. τοῖς Ἕλλησι Πλάτ. Νόμ. 698Β· τῶν ἐπιθέσεων αἱ μὲν ἐπὶ τὸ σῶμα γίγνονται τῶν ἀρχόντων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 14· ἐπ. συστῆσαι ἐπὶ τινι αὐτόθι 5. 7, 3· ποιεῖσθαι αὐτόθι 5. 10, 25· κατά τινος Διον. Ἀλ. 5. 7· τοῖς ἔργοις Πολύβ. 1. 45, 2. 2) μετὰ γεν., ἀπόπειρα πρὸς κτῆσιν πράγματός τινος, τῆς τυραννίδος Διόδ. 13. 92, κτλ. 3) = ἐπίθεμα, κάλυμμα, σκέπασμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516. 4) ἐξαπάτησις, ἀπάτη, δόλος, Ἀκύλ. ἐν Ψαλμ. ΜΒ΄, 1, ΝΔ΄. 12, Παροιμ. ΙΑ΄, 1, ΙΔ΄, 8· πρβλ. ἐπιθέτης.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίθεσις· ὁ τῶν δύο ἀριθμὸς παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de poser sur, d’où
1 au propre application (d’un enduit);
2 action d’appliquer ou d’attribuer à, application d’épithète;
II. action de mettre la main sur, de s’attaquer à : τινι à qqn ou à qch.
Étymologie: ἐπιτίθημι.

English (Strong)

from ἐπιτίθημι; an imposition (of hands officially): laying (putting) on.

English (Thayer)

ἐπιθησεως, ἡ (ἐπιτίθημι), a laying on, imposition: τῶν χειρῶν, χειροθεσια, was a sacred rite transmitted by the Jews to the Christians, and employed in praying for another, or in conferring upon him divine blessings, especially bodily health, or the Holy Spirit (at the administration of baptism and the inauguration to their office of the teachers and ministers of the church): B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Baptism (supplement); McCl. and Strong and Dict. of Chris. Antiq. under the word <TOPIC:Imposition of Hands>.)

Greek Monotonic

ἐπίθεσις: -εως, ἡ (ἐπιτίθημι),·
I. επίθεση, τῶν χειρῶν, σε Καινή Διαθήκη
II. (από Μέσ.), προσβολή, επίθεση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίθεσις: εως ἡ
1) наложение, накладывание (ἐπιχρίστων Plut.);
2) возложение (χειρῶν NT);
3) прикладывание крышки, т. е. запирание (ἀφαίρεσις καὶ ἐ. Arst.);
4) прилагание прозвищ (эпитетов) (τὰς ἐπιθέσεις ποιεῖσθαι ἀπό τινος Arst.);
5) нападение (τῶν Περσῶν τοῖς Ἓλλησιν Plat.; τοῖς ἔργοις διὰ τοῦ πυρός Polyb.);
6) заговор, козни (ἐπὶ τὸ σῶμά τινος Arst.; οἰκετῶν Plut.);
7) попытка захвата (ἐπὶ τὴν ἀρχήν Arst.; τὴς τυραννίδος Diod.).

Middle Liddell

ἐπίθεσις, εως ἐπιτίθημι
I. a laying on, τῶν χειρῶν NTest.
II. (from Mid.) a setting upon, attack, Xen.

Chinese

原文音譯:™p⋯qesij 誒披-帖西士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在上-安置(著) 相當於: (מִרְמָה‎) (סָמַךְ‎) (עֲגָבָה‎) (קֶשֶׁר‎)
字義溯源:按,按手;源自(ἐπιτίθημι)=按手);由(ἐπί)*=在⋯上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。這裏記載四次按手,是有關分賜聖靈( 徒8:18),和分給恩賜的( 提前4:14; 提後1:6)
出現次數:總共(4);徒(1);提前(1);提後(1);來(1)
譯字彙編
1) 按(4) 徒8:18; 提前4:14; 提後1:6; 來6:2