ὑπέρκοπος

Revision as of 15:10, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

ον: (κόπτω, cf. παράκοπος):—

   A overstepping all bounds, extravagant, arrogant, δόρν A.th.455 (lyr.); ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος S.Aj.127. Adv. -πως extravagantly, excessively, οἱ δ' ὑ. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch.136; and Grotius' cj. ὑπερκόπως (for -κότως) is generally received in Id.Ag. 468 (lyr.), τὸ δ' ὑπερκόπως κλύειν εὖ.—Since ὑπέρκοπος is required by the metre in the above passages, whilst in those cited under foreg. (exc. Men. l. c.) either ὑπέρκομπος or ὑπέρκοπος might stand, Blomf. proposed to read -κοπος everywhere in Trag.    II overtired, worn out, ὑ. γενομένη [ἡ πάρδαλις] Arist.Mir.831a9, cf. Poll.5.84.

German (Pape)

[Seite 1198] eigtl. überschreitend, bes. Maaß und Ziel, dah. übermüthig, zügellos, δόρυ Aesch. Spt. 437, u. adv., Ch. 134; ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπῃς αὐτὸς εἰς θεοὺς ἔπος Soph. Ai. 127. übermüde, ganz entkräftet (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρκοπος: -ον, (√ΚΟΠ, κόπτω, πρβλ. παράκοπος), ὁ ὑπερβαίνων πᾶν ὅριον, θρασύς, αὐθάδης, ἀλαζονικός, ὑπέρκοπον μηδέν ποτ’ εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος Σοφ. Αἴ. 127. - Ἐπίρρ., αὐθαδῶς, ὑπερηφάνως, ὑπερβολικῶς, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Αἰσχύλ. Χο. 136· καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Heath διόρθωσις τοῦ ὑπερκόπως (ἀντὶ -κότως) ἐγένετο καθόλου δεκτὴ ἐν Ἀγαμ. 467, τὸ δ’ ὑπερκόπως κλύειν εὖ. - Ἐν τοῖς χωρίοις ὅσα μνημονεύονται ἐνταῦθα καὶ ἐν λέξ. ὑπέρκομπος, ἑκατέρα λέξις κάλλιστα ἁρμόττει· ἐπειδὴ ὅμως ἐν τοῖς πρὸ μικροῦ μνημονευθεῖσι χωρίοις τὸ μέτρον ἀναγκαίως ἀπαιτεῖ ὑπέρκοπος, ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν χωρίων τῶν ἀναφερομένων ἐν λέξ. ὑπέρκομπος (πλὴν τοῦ αὐτόθι χωρίου τοῦ Μενάνδρου) ἀπαιτεῖ ὑπέρκομπος, ὁ Blomf. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) προτείνει νὰ γράφηται ὑπέρκοπος ἀντὶ -κομπος ἁπανταχοῦ τῶν Τραγικῶν. ΙΙ. καταπεπονημένος, κατάκοπος, ὑπ. γενομένη [ἡ πάρδαλις] Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 6, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dépasse le but ; ou pê trop tranchant, d’où orgueilleux, arrogant, présomptueux.
Étymologie: ὑπέρ, κόπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που υπερβαίνει κάθε μέτρο, κάθε όριο
2. (κατ' επέκτ.) θρασύς, αυθάδης, αλαζονικός
3. υπερβολικά κουρασμένος, κατάκοπος.
επίρρ...
ὑπερκόπως Α
με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + -κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. παρά-κοπος].

Greek Monotonic

ὑπέρκοπος: -ον (κόπτω), αυτός που υπερβαίνει κάθε όριο, επιδεικτικός, αλαζονικός, υπεροπτικός, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. -πως, υπερβολικά, αλαζονικά, υπέρμετρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρκοπος:
1) дерзновенный, высокомерный (δόρυ Aesch.; ἔπος Soph.);
2) обессиленный, ослабевший (ὑπὸ τοῦ φαρμάκου Arst.).

Middle Liddell

ὑπέρ-κοπος, ον, κόπτω
overstepping all bounds, extravagant, arrogant, Aesch., Soph.:—adv. -πως, excessively, Aesch.