δαί

Revision as of 17:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

colloquial form of δή, used after interrogatives, to express wonder or curiosity,    A τίς δ. ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; Od.1.225; ποῦ δ. νηῦς ἕστηκε; 24.299, cf. A.D.Synt.78.2 (but wrongly read by Aristarch. for δ' αἱ Il.10.408): freq. in Com., τί δ. σὺ… πεποίηκας; Ar.Eq.351; mostly in a separate clause, τίδ.; what? how? Pherecr.93, Ar.Eq. 171, al.; τί δ. σύ; Id.Av.136; πῶς δ.; Id.V.1212; dub. l. in A.Pr. 933, Ch.900, S.Ant.318, but prob. to be read E.Med.1012, Ion275, al.: freq. in codd. of Pl., but prob. f.l. for δέ, as in Ar.Ach.912.

German (Pape)

[Seite 513] in Fragesätzen, bes. τί δαί; πῶς δαί; was denn? wie denn? was denn sonst? Verwunderung od. Neugier ausdrückend, auch zuweilen Mißbilligung u. mit verächtlichem Ton: was weiter? Häufig bei Ar. u. Plat., also in der attischen Umgangssprache; Aesch. u. Soph. haben es nicht; doch bei Eur. El. 244. 1116 u. a. O. hat Porson zu Med. 1008 es mit Unrecht verworfen, f. Herm. zu Viger. p. 846. – Bei Homer als Lesart Aristarchs in mehreren Stellen: Odyss. 1, 225 τίς δαίς, τίς δαὶ ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ; (Bekk. τίς δὲ ὅμιλος); Odyss. 24, 299 τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθιτοι πόλις ἠδὲ τοκῆες; ποῦ δαὶ νηῦς ἕστηκε θοή, ἥ σ' ἤγαγε δεῦρο ἀντιθέους θ' ἑτάρους; (Bekk. ποῦ δὲ νηῦς); Iliad. 10, 408 ποῦ νῦν δεῦρο κιὼν λίπες Ἕκτορα ποιμένα λαῶν; ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται ἀρήια, ποῦ δέ οἱ ἵπποι; πῶς δαὶ τῶν ἄλλων Τρώων φυλακαί τε καὶ εὐναί; (Bekk. πῶς δ' αἱ) s. Apollon. Syntax. 1, 2 und 1, 38 Scholl. Iliad. 10, 408 Apollon. Lex. Homer. p. 56, 27 Ammon. Differ. vocabul. s. v. Δαί Hesych. s. v. Δαί.

Greek (Liddell-Scott)

δαί: κοινὸς ἐν τῷ διαλόγῳ τύπος τοῦ δὴ (καί ἑπομένως εὕρηται παρὰ Πλάτ. καὶ τοῖς κωμικοῖς ποιηταῖς), ἐν χρήσει μόνον μετὰ ἐρωτηματικὰς λέξεις πρὸς ἔκφρασιν θαυμασμοῦ ἢ περιεργίας, τὶ δαὶ λέγεις σύ; Ἀριστοφ. Βατρ. 1453· τὶ δαὶ σὺ… πεποίηκας; ὁ αὐτ. Ἱππ. 351· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν χωριστῇ προτάσει, τὶ δαί; τί; πῶς; Φερεκρ. Κραπ. 7, Ἀριστοφ. Ἱππ. 171, Νεφ. 1275, Βατρ. 558, κτλ., καὶ λίαν συχν. παρὰ Πλάτ.· ὡσαύτως, τὶ δαὶ σύ; Ἀριστοφ. Ὄρν. 136· πῶς δαί; ὁ αὐτ. Σφηξ. 1212· ἀλλὰ τὸ δαὶ συχνάκις γράφεται κακῶς ἀντὶ τοῦ δέ, ὡς δεικνύει τὸ μέτρον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 912· καὶ τὶ δαὶ δή; διορθοῦται ἐκ χφων εἰς τὶ δὲ δή; Πλάτ. Γοργ. 474D, Κρατ. 404Β, κτλ. -Οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (ἴδε Spitzn. Ἰλ. Κ. 408), οὐδὲ παρὰ Σοφ.· καὶ ἀναμφιβόλως μόνον κατὰ σφάλμα τῶν ἀντιγραφέων ἀπαντᾷ ἐν τῷ Μεδ. χειρογρ. τοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 933. Χο. 900· παρ’ Εὐρ. ὅμως ἴσως εἶναι γνήσιον, Μηδ. 1008, Ἴωνι 275, Ἠλ. 244, 1116, Ι. Α. 1444, 1448, ἂν καὶ ἐνταῦθα ἔτι ὁ Πόρσ. (Μηδ. ἔνθ’ ἀνωτ.) θὰ προετίμα τὸ δή.

French (Bailly abrégé)

particule interrog. marquant l’étonnement ou la curiosité : τί δαί ; quoi donc ?
Étymologie: apparenté avec δή.

Spanish (DGE)

partíc. interr. coloquial para indicar admiración o curiosidad, c. τίς: τίς δ. ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; ¿qué reunión es ésta?, Od.1.225, τί δ. σὺ ... πεπόηκας; Ar.Eq.351, τίς δ. θεὸς πολιοῦχος ἔσται; ¿entonces, qué divinidad será guardiana de la ciudadela? Ar.Au.826, τί δ. φέρεις; ¿qué llevas tú entonces? Ar.Ach.764, τί δ. σὺ φῄς; ¿y tú qué dices? Ar.Au.1615, 1676, cf. A.Fr.157a, E.Io 275, IA 1443, X.Cyr.5.1.8, Hsch.
c. ποῦ: ποῦ δ. νηῦς ἕστηκε; Od.24.299
en la fórmula abs. τί δαί; Ar.Eq.28, 171, Nu.491, Ra.6, 558, Pl.156, Fr.209, πῶς δαί; ¿y cómo entonces? E.Cyc.450, Ar.V.1212.

• Etimología: Variante de δή como ναί junto a νή.

Greek Monotonic

δαί: κοινός εύχρηστος τύπος του δή, ο οποίος χρησιμ. μετά από ερωτημ., τί δαὶ λέγεις σύ; σε Αριστοφ.· τί δαί; τί; πώς; άραγε, λοιπόν, στον ίδ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δαί: частица, выраж. удивление или нетерпение: τί δαί; Eur., Arph. что же именно? (иногда v. l. к τί δέ); πῶς δαί; Arph. как же именно?

Frisk Etymological English

Grammatical information: interj.
Meaning: always after interrogative τί, πῶς δαί what, how then? (α 225, ω 299 [both doubtful]; Com.; often false for δέ).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Innovation to δή after νή : ναί. Schwyzer-Debrunner 563 m. A. 3, 570.

Middle Liddell


colloquial form of δή used after interrogatives, τί δαὶ λέγεις σύ; Ar.; τί δαί; what? how? Ar., Plat.

Frisk Etymology German

δαί: {daí}
Meaning: immer nach Interrogativ τί, πῶς δαί ‘was, wieso denn?’ (α 225, ω 299 [beide sehr fraglich]; Kom., E. u. a.; oft falsch für δέ).
Etymology : Neubildung zu δή nach νή : ναί. Schwyzer-Debrunner 563 m. A. 3, 570.
Page 1,339