εἰσαγγελία
English (LSJ)
ἡ, A information, news, Plb.9.9.7. 2 public announcement, IG12(3).325.16 (Thera, ii B.C.). 3 application to an authority, PStrassb.56.25 (iii A.D.). II at Athens, state prosecution, impeachment, Σόλωνος θέντος νόμον εἰσαγγελίας Arist.Ath.8.4, cf. And.1.43, Lys.30.22, X.HG1.7.9, Isoc.8.130, etc.; εἰ. δέδωκας ὑπέρ τινος Hyp.Lyc.12; εἰ. ἐδόθη εἰς τὴν βουλὴν ὑπὲρ Ἀριστάρχου Test. ap. D.21.121; εἰ. εἰσαγγέλλειν Arist.Ath.59.2. 2 a process brought before the chief Archon, to punish κάκωσις (q.v.) or maltreatment of parents by children, of ἐπίκληροι by their husbands, or of wards by their guardians, Is.3.47. 3 a procedure employed against unfair arbitrators, Harp.
German (Pape)
[Seite 739] ἡ, 1) Ankündigung, Pol. 9, 9, 7. – 2) in Athen eine Art öffentlicher Klagen, Plat. Rep. VIII, 565 c; neben γραφή u. δίκη, Lys. 16, 12; neben γραφαί u. εὐθῦναι, Dem. 18, 249; die Klageschrift selbst, Lycurg. 34, 137; nach Harpocr. dreierlei Art: – a) ἐπὶ δημοσίοις ἀδικήμασι μεγίστοις (Dem. 49, 67 ἐάν τις τὸν δῆμον ὑποσχόμενος ἐξαπατήσῃ, εἰσαγγελίαν εἶναι περὶ αὐτοῦ) καὶ ἀναβολὴν μὴ ἐπιδεχομένοις, καὶ ἐφ' οἷς μήτε ἀρχὴ καθέστηκε μήτε νόμοι κεῖνται (wobei also ein außerordentliches Verfahren beim Senat oder Volk eingeleitet wird, vgl. Dem. 21, 121 εἰσαγ. ἐδόθη εἰς τὴν βουλὴν ὑπέρ τινος; auch εἰσαγγελίαν εἰσαγγέλλειν, 47, 421; der Kläger ward, im Fall er den Proceß verlor, nicht bestraft. – b) ἐπὶ κακώσεσιν, beim Archon Polemarchos; der Kläger bleibt straflos, selbst wenn er nicht den 5. Theil der Stimmen erhält, – c) κατὰ τῶν διαιτητῶν, gegen öffentliche Schiedsrichter, womit B. A. 244 zu vgl. Ausführlich Meier u. Schömann att. Proceß p. 260 ff Heffter p. 213.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαγγελία: ἡ, ἀγγελία, ἄγγελμα, Λακεδαιμόνιοι μὲν γὰρ τῇ πρώτῃ εἰσαγγελίᾳ συνεκχυθέντες τὴν μὲν Σπάρτην ἔσωσαν Πολύβ. 9. 9, 7. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, δημοσία κατηγορία ἢ καταγγελλία εἰσαγομένη κατὰ πρῶτον εἰς τὴν βουλὴν τῶν πεντακοσίων, ἢ (ἐνίοτε) εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἂν ἡ καταγγελία ἐγίνετο δεκτὴ (ἐδέξαντο τὴν εἰσ.), συνήθως παρέπεμπον αὐτὴν εἰς Ἡλιαστικόν τι δικαστήριον πρὸς ἐκδίκασιν κατὰ τοὺς συνήθεις τύπους, ὁρίζοντες ἐνίοτε καὶ συνηγόρους ὅπως διεξαγάγωσιν αὐτήν. Ἐνίοτε ἡ ἐκκλησία ἀπετέλει αὐτὴ τὸ δικαστήριον ὅπως ἀκούσῃ τὴν κατηγορίαν, ὡς ἐν τῇ δίκῃ τῶν στρατηγῶν μετὰ τὴν ἐν Ἀργινούσαις ναυμαχίαν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7· - ὁ Ὑπερείδ., ὑπὲρ Εὐξεν. 22 κἑξ., ἀναφέρει νόμον εἰσαγγελτικόν, ἐπιτρέποντα εἰσαγγελίαν (α) «ἐάν τις τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναίων καταλύῃ... ἢ συνίῃ ποι ἐπὶ καταλύσει τοῦ δήμου», (β) «ἢ ἐάν τις πόλιν τινὰ προδῷ ἢ ναῦς ἢ πεζὴν ἢ ναυτικὴν στρατιάν, (γ) «ἢ ῥήτωρ ὢν μὴ λέγῃ τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ τῶν Ἀθηναίων χρήματα λαμβάνων»· - ὁ Ἁρπ. (ἐν λέξει) λέγει ὅτι ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ εἰσαγγελία «ἐπὶ δημοσίοις ἀδικήμασι μεγίστοις καὶ ἀναβολὴν μὴ ἐπιδεχομένοις, καὶ ἐφ’ οἷς μήτε ἀρχὴ καθέστηκε μήτε νόμοι κεῖνται τοῖς ἄρχουσι καθ’ οὓς εἰσάξουσιν»· - ὅρα Ἀνδοκ. 6. 40, Λυσ. 185. 22, Ἰσοκρ. 185C· εἰσαγγελίαν δέδωκας ὑπέρ τινος Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 10· εἰσαγγελία ἐδόθη εἰς τὴν βουλὴν ὑπὲρ Ἀριστάρχου Δημ. 554. 11· εἰσ. εἰσαγγέλλειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 378. 394. 2) «ἑτέρα δὲ εἰσαγγελία λέγεται ἐπὶ ταῖς κακώσεσιν, αὗται δέ εἰσι πρὸς τὸν ἄρχοντα, καὶ τῷ διώκοντι ἀζήμιοι κἂν μὴ μεταλάβῃ τὸ ε΄ μέρος τῶν ψήφων» Ἀρποκρ. ἐν λέξει. -«Δημοσθένης δὲ ἐν τῷ κατὰ Μέδοντος καὶ κατὰ τῶν μὴ προσηκόντως τῇ ἐπικλήρῳ συνοικούντω, γίνεσθαι τὰς εἰσαγγελίας λέγει» Πολυδ. Η΄, 53, Δημ. 980. 4, Ἰσαῖ. 42. 27· -«ἄλλη δὲ εἰσαγγελία ἐστὶ κατὰ τῶν διαιτητῶν· εἰ γάρ τις ὑπὸ διαιτητοῦ ἀδικηθείη, ἐξῆν τοῦτον εἰσαγγέλειν πρὸς τοὺς δικαστάς, καὶ ἁλοὺς ἠτιμοῦτο» Ἁρποκρ. ἐν λέξει, περὶ τὸ τέλος. Ἴδε Φωτιάδου «Συμβολ. εἰς τὸ Ἀττ. Δίκαιον» ἐν Ἀθηνᾶς τ. 11, σ. 89.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
poursuite judiciaire devant le sénat ou l’assemblée du peuple, en cas de délit grave, dont la répression n’admettait point de délai.
Étymologie: εἰσαγγέλλω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1anuncio público por parte de un benefactor κατὰ τὴν εἰσαγγελίαν ἣν ἐποιησάμην τῇ ... πατρίδι Θήρᾳ IG 12(3).325.14 (Tera II d.C.), ἔγγραφοι εἰσαγγελίαι IG 12(3).326.22 (Tera II d.C.).
2 instrucción, disposición de carácter testamentario, τὸ ἄγαλμα ... ἀφιέρωσε ἀκολούθως εἰσαγγελίᾳ τοῦ πάππου TAM 3(1).17.5, cf. 124.7 (ambas Termeso III d.C.), PStras.56.25 (II/III d.C.).
3 información, mensaje Λακεδαιμόνιοι ... τῇ πρώτῃ εἰσαγγελίᾳ συνεκχυθέντες Plb.9.9.7, αἱ τῶν αἰσθητηρίων εἰσαγγελίαι Them.in de An.86.6, cf. 82.3.
II jur. en Atenas denuncia
a) ante el Consejo o la Asamblea por delitos públicos Σόλωνος θέντος νόμον εἰσαγγελίας Arist.Ath.8.4, τὰς εἰσαγγελίας ... ποιεῖσθαι presentar las acusaciones Arist.Ath.43.4, cf. 59.2, Isoc.8.130, c. gen. εἶναι δὲ καὶ εἰσαγγελίαν αὐτῶν εἰς τὴν βουλήν IG 22.1631.398 (V a.C.), c. dat. ἡ μὲν εἰσαγγελία αὐτῷ ... τοιαύτη And.Myst.43, c. constr. prep. περὶ ἐμοῦ ... εἰσαγγελίαν γεγενημένην Lys.16.12, εἰσαγγελίαν δέδωκας ὑπὲρ τινων Hyp.Lyc.12, ἡ εἰ. ἐδόθη εἰς τὴν βουλὴν ὑπὲρ Ἀριστάρχου la denuncia referente a Aristarco fue entregada al Consejo Test. en D.21.121, cf. Lys.12.48, Aeschin.3.52, dist. de γραφή Lys.30.22, Sud.ει 220, en Delos, presentada ante los agoranomos οἱ δὲ ἀγορανόμοι εἰσαγόντων τὰς εἰσαγγελίας ταύτας εἰς τοὺς τριάκοντα καὶ ἕνα ID 509.19 (III a.C.)
•escrito de denuncia ταῦτα γὰρ ἐν τῇ εἰσαγγελίᾳ γέγραπται Θεσσαλοῦ esto está escrito en el acta de denuncia presentada por Tesalo Plu.Alc.19, ἀπ' εἰσαγγελίας φεύγοντι δίκην Κηφισοκράτει Plu.2.63e;
b) ante el arconte por delitos privados, Is.11.6, 3.47, Harp., ante los jueces contra los árbitros o mediadores (διαιτηταί) Harp.;
c) gener. εἰσαγγελίαι καὶ κρίσεις καὶ ἀγῶνες περὶ ἀλλήλων γίγνονται Pl.R.565c.
Greek Monolingual
η (Α εἰσαγγελία)
νεοελλ.
1. το αξίωμα του εισαγγελέα
2. το δημόσιο κατάστημα όπου εδρεύει ο εισαγγελέας
αρχ.
1. αγγελία, άγγελμα, προκήρυξη
2. δημόσια αναγγελία
3. αναγγελία κάποιου σε κάποιον άλλο
4. (στην Αθήνα) δημόσια κατηγορία, καταγγελία για σπουδαία αδικήματα εναντίον της πόλης
5. εισαγωγή στο δικαστήριο για αδίκημα κακώσεως ή κακής συμπεριφοράς προς τους γονείς ή τών επιτρόπων προς τα ορφανά
6. εισαγωγή δίκης κατά διαιτητών.
Greek Monotonic
εἰσαγγελία: ἡ, στην Αθήνα, καταγγελία, κατηγορητήριο που παρουσιάζεται ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων, ή (κάποιες φορές) στην ἐκκλησίαν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εἰσαγγελία: ἡ
1) донесение, известие (Polyb. - v. l. ἀγγελία);
2) юр. исангелия, обвинение, жалоба (преимущ. по особо важным государственным делам, но тж. и по семейным) (Isocr., Lys., Arst., Plat.; εἰ. ἐδόθη εἰς τὴν βουλὴν ὑπέρ τινος Dem.).
Middle Liddell
εἰσαγγελία, ἡ,
at Athens, an impeachment, Brought before the Senate of 500, or (sometimes) the ἐκκλησία, Xen. [from εἰσαγγέλλω