μετακλαίω

Revision as of 12:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A weep afterwards or too late, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Il.11.764.    II lament afterwards, τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209:—Med., τὸν ἐμὸν βίον E.Hec.214 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 147] att. μετακλάω (s. κλαίω), nachher, hinterdrein weinen, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, Il. 11, 764; c. acc., beklagen, τὸν ἐμὸν βίον οὐ μετακλαίομαι, Eur. Hec. 214.

Greek (Liddell-Scott)

μετακλαίω: μελλ. -κλαύσομαι· - κλαίω κατόπιν, ἢ ὅταν εἶναι πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., ὡσαύτως, θρηνῶ κατόπιν ἢ μετὰ ταῦτα, Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. μεταστένω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

pleurer ensuite, càd déplorer la perte de, acc.;
Moy. μετακλαίομαι pleurer avec ou en même temps.
Étymologie: μετά, κλαίω.

English (Autenrieth)

fut. inf. μετακλαύσεσθαι: weep afterward, lament hereafter, Il. 11.764†.

Greek Monolingual

μετακλαίω και αττ. τ. μετακλάω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) κλαίω κατόπιν ή όταν είναι πια αργά
2. θρηνώ, παραπονιέμαι για κάτι εκ τών υστέρων, αποζητώ κάτι με θρήνους.

Greek Monotonic

μετακλαίω: μέλ. -κλαύσομαι, κλαίω κατόπιν εορτής ή πάρα πολύ αργά για να έχει αποτέλεσμα, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., θρηνώ αργότερα ή κατόπιν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μετακλαίω: тж. med. впоследствии сетовать, оплакивать (τὸν ἑαυτοῦ βίον Eur.): ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, ἐπεί κ᾽ ἀπὸ λαὸς ὄληται Hom. я думаю, что потом он (т. е. Ахилл) горько будет сетовать, когда погибнет войско.

Middle Liddell

fut. -κλαύσομαι
to weep afterwards or too late, Il.:—Mid. to lament after or next, Eur.