ἀντιτίνω

Revision as of 14:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

fut. -τείσω,    A suffer punishment for a thing, τι Thgn.741: abs., S.Aj.1086: generally, repay, χάριτάς τινι Eust.142.15.    II Med., exact or inflict in turn, ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσασθαι φόνον exact death as a punishment for .., A.Ag.1263; πόσιν δίκην (codd. δίκῃ) τῶνδ' ἀντιτείσασθαι κακῶν exact a penalty from him for these evil deeds, E.Med.261, cf. Lyc.1367. [On the quantity v. τίνω.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτίνω: μέλλ. - τίσω, πληρώνω ἢ ὑποφέρω τιμωρίαν διά τι πρᾶγμα, τι Θέογν. 738· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 1086: - ἐν γένει, ἀντιπληρώνω, χάριτάς τινι Εὐστ. 142. 15. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω ἀντίποινα, ἀντιτιμωρῶ τινα, κἀπεύχεται ... ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτίσασθαι (ἀντιτείσεσθαι Weil) φόνον, νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸν διὰ φόνου, διότι μὲ ἤγαγεν ἐνταῦθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1263· πόσιν δίκην (διαφ. γραφ. δίκῃ) τῶνδ’ ἀντιτίσασθαι κακῶν, λαβεῖν παρ’ αὐτῶν ποινὴν διὰ τὰ πονηρὰ ταῦτα ἔργα (πρβλ. ἀποτίνω), Εὐρ. Μήδ. 261, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. (256). 2) ἐκδικοῦμαι, τιμωρῶ, σὸν φόνον Εὐρ. Ἱκ. 1144 (ἔνθα ὁ Canter διώρθωσεν ἀντιτίσομαι ἀντὶ τοῦ ἀντιτάσσομαι). - Πρβλ. τίω ΙΙ [Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε τίνω].

French (Bailly abrégé)

f. ἀντιτίσω, etc.
payer en retour, expier;
Moy. ἀντιτίνομαι faire payer en retour, faire expier, punir : τινα δίκην τινὸς ἀντ. EUR faire que qqn paie la rançon, subisse la peine de qch ; τινος ἀντ. τι infliger un châtiment en expiation de qch, faire expier qch par la mort.
Étymologie: ἀντί, τίνω.

Spanish (DGE)

1 pagar c. ac. μή τιν' ὑπερβασίην ἀντιτίνειν πατέρων Thgn.740
abs. S.Ai.1086.
2 c. ac. y dat. devolver τοῖς εὐεργέταις χάριτας Eust.142.15.
3 en v. med. hacer pagar c. doble ac. de cosa y pers. πόσιν δίκην τῶνδ' ἀντιτείσασθαι κακῶν E.Med.261, cf. Lyc.1367
hacer pagar con c. ac. ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσεσθαι φόνον hacer pagar con la muerte mi rapto A.A.1263.

Greek Monolingual

ἀντιτίνω (Α)
1. τιμωρούμαι για κάτι
2. ανταποδίδω, πληρώνω
3. (-ομαι) εκδικούμαι, τιμωρώ κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιτίνω: [ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ],
I. εκτίω ή υπομένω τιμωρία για κάτι, τι, σε Θέογν.· απόλ., σε Σοφ.
II. Μέσ.,
1. λαμβάνω αντίποινα, αντιτιμωρώ, τί τινος, κάτι για κάτι άλλο, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. εκδικούμαι, τιμωρώ, σὸν φόνον, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιτίνω: (ῑν)
1) нести кару, расплачиваться Soph.;
2) med. отплачивать, воздавать: ἀντιτίσασθαί τινος φόνον Aesch. отомстить убийством за что-л., но ἀ. φόνον Aesch. мстить за убийство; ἀντιτίσασθαί τινα δίκην τινός Eur. покарать кого-л. за что-л.

Middle Liddell


I. to pay or suffer punishment for a thing, τι Theogn.; absol., Soph.
II. Mid. to exact or inflict in turn, τί τινος one thing for another, Aesch., Eur.
2. to avenge, punish, σὸν φόνον Eur.