κνεφαῖος

Revision as of 12:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Ar.Ra.1350 (lyr.):—A dark, Ταρτάρου βάθη A.Pr.1029, cf. E.Alc.593 (lyr.). 2 in the dark, κ. ἐλθών having come in the dark, i.e. at nightfall, Hippon.63; also, early in the morning, ἀνεφάνη κ. Ar.V.124, cf. Ra. l.c., Lys.327 (lyr.), etc.

German (Pape)

[Seite 1459] dunkel, finster; κνεφαῖά τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη Aesch. Prom 1031; Ἀελίου κνεφαίαν ἱππόστασιν Eur. Alc. 595; κνεφαῖος ἀνεφάνη, in der Dämmerung kam er, Ar. Vesp. 124, vgl. Lys. 327; auch 2 Endgn, Ran. 1349. – Adv., Schol. Ar. Lys. 327.

Greek (Liddell-Scott)

κνεφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1350· (κνέφας)· ― σκοτεινός, ἀμαυρός, Ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 593. 2) ἐν τῷ σκότει, κνεφαῖος ἐλθών, ἐλθὼν ἐν τῷ σκότει, δηλ. κατὰ τὴν νύκτα, Ἱππῶν. 37· ἀλλ᾿ ὡσαύτως, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, κν. ἀνεφάνη Ἀριστοφ. Σφῆκ. 124, πρβλ. Βατρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Λυσ. 327, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 327, πρβλ. κνέφας, σκοταῖος, καὶ ὡσαύτως δνόφος.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 obscur, sombre;
2 qui agit dans l’obscurité.
Étymologie: κνέφας.

Greek Monolingual

κνεφαῑος, -αία, -ον (Α) κνέφας
1. σκοτεινός, μαύρος («κνεφαῑα τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη», Αισχύλ.)
2. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι τη νύχτα ή ο πολύ πρωινός (α. «κνεφαῑος ἐλθών», Ιππών.
β. «ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῑος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», Αριστοφ.). Επιρρ. κνεφαίως (Α)
την ώρα που έχει σκοτάδι.

Greek Monotonic

κνεφαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (κνέφας),
1. σκοτεινός, σκιερός, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. στο σκοτάδι, νωρίς το πρωί, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνεφαῖος -α -ον, f. ook -ος [κνέφας] donker, duister:; ἀμφὶ μὲν ἀελίου κνεφαίαν ἱππόστασιν bij de duistere stal van de zonnepaarden Eur. Alc. 592; κνεφαῖά τ ’ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη de duistere diepten rond de Tartarus Aeschl. PV 1029; pred. in het donker:. ὁ δ ’ ἀνεφάνη κνεφαῖος hij dook op in het donker Aristoph. Ve. 124.

Russian (Dvoretsky)

κνεφαῖος: и 2 темный, мрачный (Ταρτάρου βάθη Aesch.; Ἀελίου ἱππόστασις Eur.): κ. ἀνεφάνη Arph. он появился, когда (еще) было темно.

Middle Liddell

κνεφαῖος, η, ον κνέφας
1. dark, dusky, Aesch., Eur.
2. in the dark, early in the morning, Ar.

English (Woodhouse)

dark, gloomy, without light