λήρος
Greek Monolingual
(I)
ο (Α λῆρος)
1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ' οὐδέν», Αριστοτ.)
2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῖνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον», Λουκιαν.
β. «ἔα χαίρειν τὸν λῆρον ἐκεῖνον ποιητὴν οὐδὲν εἰδότα ὀνείρων πέρι», Λουκιαν.)
αρχ.
1. παραλήρημα
2. (και ως επιφών.) λῆρος!
ανοησίες, βλακείες
3. μηδενικό, κωθώνι («λῆρός ἐστι πρὸς Κινησίαν» — είναι ένα μηδενικό μπροστά στον Κινησία)
4. πράγμα επιδεικτικό, αλλά χωρίς εσωτερική αξία («λήροις ἀναδῶν τοὺς νικῶντας», Αριστοφ.).
επίρρ...
λήρως (Μ)
με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν χωριστεί ο τ. λῆ-ρος με βάσει το θέμα λη-, μπορεί να ενταχθεί σε μια σειρά λέξεων που αναφέρονται στη φωνή και να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα lā που, εμφανίζεται σε ηχομιμητικές λέξεις (πρβλ. λιθουαν. lό-ju, lό-ti, αρχ. σλαβ. la-jo, -jati «κραυγάζω» αρμ. lam «κλαίω»). Μπορεί επίσης να συνδεθεί με τα λάρος, λάσκω, λάλος, λαίειν.
ΠΑΡ. ληρώ, ληρώδης
αρχ.
ληραίνω, ληρότης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ληρολόγος, ληρόσοφος
αρχ.
Ληρόκριτος, ληροφρονώ
μσν.
ληρομυθουργία. (Β' συνθετικό) παράληρος
μσν.- νεοελλ.
κρονόληρος].
(II)
λῆρος, βοιωτ. τ. λεῑρος, ὁ (Α)
χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι γυναῑκες στον χιτώνα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ιδιαίτερη σημ. του τ. λῆρος (Ι)].