υπόκριση
Greek Monolingual
η / ὑπόκρισις, -ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ίσιος, Α ὑποκρίνομαι
1. η παράσταση του ρόλου ενός προσώπου στην σκηνή από τον ηθοποιό
2. μτφ. προσποίηση, υποκρισία («ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ιατρ. δήλωση ανύπαρκτης νοσηρής κατάστασης ή απόκρυψη πραγματικής
2. φρ. «υπόκριση ρόλου»
(ψυχολ.) ομαδική τεχνική, παρόμοια με το ψυχόδραμα
μσν.-αρχ.
μέρος της ρητορικής, στο οποίο ο υποψήφιος ρήτορας διδάσκεται να απαγγέλλει τον λόγο του χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τόνο της φωνής και την κατάλληλη στάση του σώματος
αρχ.
1. (για κραυγή ζώου) τόνος ή τρόπος («ὁ κυνηγέτης ἀπὸ τῆς ὑποκρίσεως ᾔσθετο τοῦ κυνὸς ὑλακτοῦν
τος νῦν μὲν ὅτι ζητεί τὸν λαγόν, νῦν δὲ ὅτι εὗρεν...», Πορφ.)
2. απόκριση, απάντηση
3. μίμηση
4. (στην αιτ. ως επίρρ.) ὑπόκρισιν
σαν («δελφῑνος ὑπόκρισιν», Πίνδ.).