κυανός
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lapis-lazzuli.
Étymologie: v. κύανος.
Greek Monolingual
-ή -ό και κυανούς, -ή, -ούν (AM κυανοῡς, -ή, -οῦν
και κυάνεος, -έα, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος
2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν
α) το χρώμα του ουρανού, γαλάζιο
β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο χρώμα (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό του κοβαλτίου» γ. «κυανό του μεθυλενίου»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει το βαθύ χρώμα του ουρανού, βαθυγάλαζος, μπλε σκούρος («διαφέρει δέ φώκαινα δελφῑνος... καὶ τὸ χρῶμα ἔχει κυανοῦν
», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κατασκευασμένος από κύανο
2. μαύρος («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῑα θεάων κυάνεον», Ομ. Ιλ.)
3. σκοτεινός, σκούρος («νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. φοβερός, τρομερός («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῡρον», Πίνδ.)
5. φρ. «κυάνεαι φάλαγγες» — πυκνά πλήθη στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + επίθημα -εος (πρβλ. πορφύρ-εος, χρύσ-εος). Ο τ. κυανοῦς < κυάνεος με συναίρεση].
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνός:
I ὁ лазоревый камень Plat.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνός: (только в compar.) темно-синий, иссиня-черный Anacr., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανός -οῦ, ὁ lazuursteen (lapis lazuli).