ὀργάζω

Revision as of 17:50, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

A soften, knead, temper, A.Fr.451 F ; πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν S.Fr.482, cf. 510,787; πηλὸν . . ὄργασον Ar.Av.839, cf. Eup.248; κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε σειραῖα δεσμά S.Fr.25; ὀ. λίπεϊ . . θρόνα Nic.Al.155; of the action of fire, τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀ. Arist.Pr.869b27:—Med., φύλλα ξηρὰ . . ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Hp.Mul.2.206, cf. Archil. ap. Phot.p.64 R., Nic.Th.652; dub. cj. in Alciphr.3.7 :—Pass., ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ has been well kneaded, Pl.Tht.194c (restored from Tim.Lex. and Suid. for εἰργ-). Cf. ὀργάω.

German (Pape)

[Seite 368] weich machen, kneten; πηλὸν ἀποδὺς ὄργασον, Ar. Av. 839; sp. D., ἐνιθρύψειας ὀράμνους ὀργάζων λίπεϊ ῥοδέῳ, Nic. Al. 154, vgl. Ther. 632; Her. 4, 64 schwankt die Lesart zwischen ὀργάσας, ὀργήσας, ὀργίσας; μετρίως ὠργασμένος erkl. Tim. lex. Plat. μεμαλαγμένος, δεδευμένος, welche Glosse sich auf Theaet. 194 c bezieht, wo εἰργασμένος steht; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 179, der ausführlich über das Wort handelt.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργάζω: μαλάσσω, ποιῶ μαλακόν, Λατιν. subigere, πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν Σοφ. Ἀποσπ. 432 πηλὸν ὄργασον, «μάλαξον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 839, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Προσπαλτίοις» 5· ὀράμνους ὀργ. λίπεῑ Νικ. Ἀλεξιφ. 155· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ πυρός, τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀργ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φύλλα ξηρὰ ... ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Ἱππ. 673. 44, πρβλ. 17 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Liitré ἀντὶ ἐργ-), πρβλ. Νικ. Θηρ. 652, Ἀλκίφρ. 3. 7. - Παθ., ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ Πλάτ. Θεαίτ. 194C (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Τιμ. Λεξ. καὶ Σουΐδ. ἀντὶ εἰργ-), Πρβλ. ὀργάω - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 41.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., ao. ὤργασα et pf. Pass. ὤργασμαι;
1 amollir, masser, pétrir;
2 corroyer, tanner.
Étymologie: ὀργάς.

Greek Monolingual

ὀργάζω (ΑΜ)
κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ.
β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῦν τες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.)
αρχ.
παθ. ὀργάζομαι
(για κερί) λειώνω, τήκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται από τον τ. ἐόργη «μαγειρικό σκεύος, κουτάλα» (< -Fόργᾱ με προθεματικό φωνήεν ή < -Fόργᾱ με διπλασιασμό), που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα werg- «κάνω» (πρβλ. έργο, έρδω)].

Greek Monotonic

ὀργάζω: (ὀργάω), μέλ. -σω, αόρ. αʹ ὤργᾰσα — Παθ., παρακ. ὤργασμαι· μαλάζω, ζυμώνω, αναμειγνύω, Λατ. subigere, σε Αριστοφ. — Παθ., ὠργασμένος, καλοζυμωμένος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀργάζω: ἔργον
1) разминать, мять (πηλόν Soph., Arph.): ὁ κηρὸς ὠργασμένος Plat. размятый, т. е. мягкий воск;
2) выделывать (sc. τὰ δέρματα Her.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to soften, to mould, to tan
See also: s. ἐόργη.

Middle Liddell

ὀργάζω, ὀργάω
to soften, knead, temper, Lat. subigere, Ar.:—Pass., ὠργασμένος well kneaded, Plat.

Frisk Etymology German

ὀργάζω: {orgázō}
Grammar: v.
Meaning: weich machen, kneten, gerben
See also: s. ἐόργη.
Page 2,410